Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης είναι καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Ξάνθης. Το νέο βιβλίο του, με τον τίτλο Με το βλέμμα και τη σκέψη, συνιστά σύνοψη της σύγχρονης τέχνης. Περιλαμβάνει «Κείμενα για την τέχνη και τους καλλιτέχνες», καλλιτεχνικά-εικαστικά γεγονότα της εποχής μας, συγκεκριμένα του χρονικού διαστήματος 1987-2014, οπότε το βιβλίο αυτό έρχεται ως συμπλήρωμα και προέκταση του παλαιότερου, Νέα ελληνική τέχνη 1974-2004, και επιπλέον καλύπτει ένα βιβλιογραφικό κενό, για μια περίοδο για την οποία δεν έχει γραφτεί κάτι συστηματικά. Ακόμα, πρέπει να πούμε ότι ο συγγραφέας δεν αφήνει ανεκμετάλλευτες τις ευκαιρίες για να ανατρέξει στο παρελθόν και να κάνει αναφορές σε όλη την εικαστική Ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οπότε τα παλαιά συνδέονται με τα καινούρια και τα καινούρια, είτε το θέλουν είτε όχι, δείχνουν τον βαθμό σύγκλισης ή απόκλισης από τα παλαιά.Η μεγαλοφυής και αριστουργηματική Αρχαιότητα, πρότυπο για όλες τις επόμενες εποχές, ο Δυτικός Μεσαίωνας και ο Βυζαντινός με τη χριστιανική τέχνη, η εκθαμβωτική Αναγέννηση, οι «αντάρτες» των νεότερων χρόνων, οι μοντέρνοι και οι σύγχρονοι, οι επικαιρικοί, όλοι έχουν τη θέση τους στο βιβλίο με σημείο εκκίνησης το παρόν. Πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει καλλιτεχνική κίνηση ή είδος, με το οποίο να μην έχει ασχοληθεί ο Κολοκοτρώνης και να μην του έχει δώσει τη σημασία που του πρέπει ανεξάρτητα από το αν είναι επιχρωματισμένος καμβάς ή μεγαλοπρεπές μάρμαρο ή ταπεινός πηλός ή μπρουτάλ μέταλλο ή αγνό ξύλο ή ευτελές πλαστικό ή ακόμα και «σκουπίδια». Όλα στην κατηγορία τους και υπό το πνεύμα της εποχής και του ρεύματος, στο οποίο εντάσσονται, τα πάντα, από τα πιο «συντηρητικά» έως τα πιο «μοντέρνα», έχουν τη θέση τους. Και πρέπει να τονιστεί ότι το έργο των καλλιτεχνών που πέφτει στα χέρια του Κολοκοτρώνη αντιμετωπίζεται με υπευθυνότητα, σοβαρότητα και, κυρίως, με αγάπη, προσόν απαραίτητο, κατά τον Γιώργο Σεφέρη, που προέτρεπε τους θεωρητικούς να διδάξουν στο κοινό συναισθηματική δεκτικότητα, χωρίς προκαταλήψεις. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι η συγκομιδή του Κολοκοτρώνη είναι τέτοια και τόση, που απορεί κανείς για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, μια χώρα στην άκρη της Ευρώπης, μακριά από τα καλλιτεχνικά κέντρα, βαριά τραυματισμένη και καθημαγμένη από πολέμους, κινήματα, επαναστάσεις και κάθε είδους πολιτικούς «νεωτερισμούς» και με την κρίση των τελευταίων χρόνων. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι η συγκομιδή του Κολοκοτρώνη είναι τέτοια και τόση, που απορεί κανείς για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, μια χώρα στην άκρη της Ευρώπης, μακριά από τα καλλιτεχνικά κέντρα, βαριά τραυματισμένη και καθημαγμένη από πολέμους, κινήματα, επαναστάσεις και κάθε είδους πολιτικούς «νεωτερισμούς» και με την κρίση των τελευταίων χρόνων. Ωστόσο, αθόρυβα και, δοθείσης ευκαιρίας, πολιτικής και οικονομικής, οι καλλιτέχνες δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη σκυτάλη. Και είναι επίσης πολύ σημαντικό ότι ακόμα και σήμερα είναι πολλοί εκείνοι που ζουν σαν μοναχοί αλλοτινού καιρού, μακριά από την τύρβη της πόλης, με τους οποίους ο Κολοκοτρώνης ασχολήθηκε, παρουσίασε και ανέδειξε το έργο τους.
Τα κείμενά του είναι φωτεινά δείγματα φωτεινού μυαλού, που έχουν και άλλο ένα προσόν· την αθωότητα της παιδικής ματιάς που ανακαλύπτει τον κρυμμένο θησαυρό, την ειλικρίνεια του συναισθήματος και την ωριμότητα του ανθρώπου που έχει δει πολλά. Ο Κολοκοτρώνης, με γνώση και με ευαισθησία, αλλά και με την άνεση του ανθρώπου που ξέρει να σερβίρει το πολιτισμικό του προϊόν, με αγάπη για τη δουλειά του που είναι και χόμπι του, με φιλοδοξία να αναδείξει ό,τι καλό βλέπει το μάτι του και κεντρίζει το πνεύμα του, με τις κεραίες του έτοιμες να συλλάβουν το νέο, γενναιόδωρος και αληθινός θεράπων της τέχνης, καταγράφει την προσωπική του εμπειρία προσθέτοντας την πινελιά άλλοτε μιας ποιητικής έκφρασης, άλλοτε μιας απογειωτικής κρίσης και άλλοτε μιας φιλοσοφικής ιδέας.
Από τα κείμενά του, που το καθένα έχει τη δική του βαρύτητα, θα πάρω δύο παραδείγματα. Το ένα αφορά τον Αχιλλέα Δρούγκα και το άλλο τον Νίκο Κυπραίο. Ο κλασικός μοντερνισμός του πρώτου και η υποβλητική άλως του Άθω του δεύτερου μου δίνουν την εντύπωση πως στηρίζουν μια βάση ελληνικών δεδομένων, της οποίας στη μια άκρη ο αρχαίος ορθολογισμός και στην άλλη ο χριστιανικός, θρησκευτικός μυστικισμός συνθέτουν τον βόρειο και νότιο πόλο της τέχνης, αφήνοντας όμως τεράστιο χώρο ανάμεσά τους για να γεμίσουν άλλες ιδιοσυγκρασίες. Και δεν θα πρέπει να παραλείψω να μνημονεύσω ιδιαιτέρως το συγκλονιστικό οδοιπορικό που φέρει τον τίτλο «James Stanfield: Μια περιπετειώδης συνεργασία» για την αφηγηματική ροή, που συνιστά πρότυπο ύφους, για τη δύναμη και την ενάργεια της περιγραφής, για τον βιωματικό της χαρακτήρα και για τη μέθεξη του αναγνώστη, ο οποίος νιώθει σαν να συμμετέχει σε αναπαράσταση δρωμένου που καθηλώνει στη γη και ταυτόχρονα απογειώνει.Κι όταν η περίσταση το απαιτεί, ο Κολοκοτρώνης δεν καμουφλάρει τα λόγια του πίσω από ακαδημαϊκές εκφράσεις, αλλά με έναν «μαγικό ρεαλισμό», για να χρησιμοποιήσω έναν από τους τόσους όρους που βρήκα στο βιβλίο, λέει τα πράγματα με το όνομα που η φύση τα γέννησε και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τα γνώρισαν. Γι’ αυτό ίσως θα φανεί τολμηρός. Ωστόσο, θα ξαναθυμίσω εδώ τη γνωστή φράση του ποιητή του Δρίσκου, Λορέντζου Μαβίλη: «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι». Με άλλα λόγια, ο Κολοκοτρώνης είναι απελευθερωμένος από ταμπού. Η γλώσσα του μπορεί να είναι και λόγια και απλή, προσιτή και ευλύγιστη, αλλά και καθημερινή. Γιατί δεν γράφει ψυχρά, ακαδημαϊκά. Δεν αισθάνεται ότι διεκπεραιώνει ένα χρέος που απορρέει από την ιδιότητα του καθηγητή. Μάλλον ακολουθώντας τον Νικόλα Κάλας, που έλεγε «γράφω για να ξαναδιαβαστώ», γράφει με τη γλώσσα της αλήθειας, η οποία με τη συχνά πιπεράτη έκφραση θα αρπάξει τον αναγνώστη και θα τον υποχρεώσει να επανέλθει, να απορήσει και να θαυμάσει. Και ο αναγνώστης αιωρείται σαν «ένα εκκρεμές ανάμεσα στην ανάλυση των εντυπώσεων και τη σχηματοποίησή τους».Το βιβλίο των Εκδόσεων Μέλισσα είναι ωραίο και ως εμφάνιση και ως περιεχόμενο· οία η μορφή τοιόνδε και το περιεχόμενο, που θα έλεγε ο Πλάτωνας. Τοιόσδε και ο Κολοκοτρώνης.Με το βλέμμα και τη σκέψη Κείμενα για την τέχνη και τους καλλιτέχνες (1987-2014) Γιάννης Κολοκοτρώνης Μέλισσα