«Δείξτε έλεος και φύγετε από δω. Αφήστε αυτή τη χώρα να αναπαύεται στη λησμονιά!» (Από το βιβλίο, σελ. 387)
Από τις πρώτες κιόλας αράδες αυτού του αρμονικά συγκερασμένου βιβλίου μεταφερόμαστε στη μεσαιωνική Βρετανία.Οι Σάξονες και οι Βρετανοί, μετά από σκληρούς αγώνες, δείχνουν ότι, αντί ποταμούς αιμάτων και θανατηφόρων μονομαχιών, προτιμούν επιτέλους, επιφανειακά έστω, να συνυπάρχουν. Ο Βασιλιάς Αρθούρος και ο Μάγος Μέρλιν, ως γεννήτορες μύθων αλλά και ολοστρόγγυλων αληθειών, μπαινοβγαίνουν με χαρακτηριστική άνεση σε αρκετά κεφάλαια του βιβλίου, συνιστώντας βασικούς δείκτες αναφορών. Ο ιπποτισμός, αυτή η αρχετυπική ευρωπαϊκή κλίση, παραμένει σταθερά στην υπηρεσία του Αγαθού. Οι δε πείσμονες βέβηλοι, αν δεν τιμωρηθούν μετά την διάπραξη των αδικημάτων τους, θα τιμωρηθούν ασφαλώς από τον Παντοδύναμο κάποτε. Η τρέλα, εννοείται, δεν είναι πάντα αυτό που δείχνει: ενδεχομένως να είναι το άλλο πρόσωπο της Αρετής. Ο φυσικός διάκοσμος δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την αβέβαιη νίκη της θεολογίας απέναντι στο Κακό. Πρόκειται κοντολογίς για εμφανή απότιση φόρου τιμής τόσο στον Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (Miguel de Cervantes Saavedra, 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616), όσο και στον Σερ Γουόλτερ Σκοτ (Sir Walter Scott, 15 Αυγούστου 1771 – 21Σεπτεμβρίου 1832). Ο αφηγητής δεν ξεχνάει, επίσης, να κλείσει το μάτι, με πρόδηλο νόημα, και στο σύγχρονό μας Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco, 5 Ιανουαρίου 1932-). Τα έργα άλλωστε των εν λόγω συγκαταλέγονται στα προσφιλέστερα αναγνώσματα του Καζούο Ισιγκούρο, ο οποίος έχει ήδη τιμηθεί, ως γνωστόν προ πολλού, με το Βραβείο Booker για το άρτιο μυθιστόρημά του Απομεινάρια μιας μέρας, το οποίο ήδη κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις του Θανάση Καστανιώτη.Ένας διαφορετικός Δον Κιχώτης
Πανταχού παρόντα σκανταλιάρικα ξωτικά, φασματικές συγγενείς της βιβλικής Λίλιθ, φιλότιμοι χριστιανοί, υδρόβια καλικαντζαράκια, άφθονα πουλιά σαρκοβόρα, τα οποία ανακαλούν αμέσως τις ημέτερες Στυμφαλίδες όρνιθες, και βεβαίως το απαραίτητο ερωτικό ζευγάρι, ο υπέργηρος αλλά ακμαίος Ρωμαίος, που εδώ ονομάζεται Αξλ και η συνομήλικη του Ιουλιέτα, για την περίσταση Μπέατρις.Ο διάσημος ισπανός ιππότης της δήθεν ελεεινής μορφής Δον Κιχώτης μεταμφιέζεται έντεχνα στις σελίδες του Θαμμένου Γίγαντα, ονομαζόμενος πλέον Σερ Γκαουέϊν, ενώ το άλογο του, ο ετοιμόρροπος αλλά ουδέποτε κατακρημνιζόμενος Ροσινάντε βαφτίζεται με τη σειρά του, παραδόξως, Οράτιος. Ημιπαράφρονες καλόγεροι, που ξέφυγαν προφανώς για λίγο από τα κελιά του Ονόματος του Ρόδου, που υπογράφει ο προαναφερόμενος Ουμπέρτο Έκο, τέρατα, που μπορεί να είναι απλώς πλάνητες μολοσσοί, βαρκάρηδες που έρχονται κατευθείαν από τις όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, αυτόκλητοι σωτήρες ψυχών, σαδομαζοχιστές θρησκευόμενοι, μοναχικοί, υποδειγματικοί μαχητές, όπως είναι π.χ. ο ακατανίκητος Γουίσταν, ένας περίπου σαμουράι, που τιμά το σύνολο των Σαξόνων, ένα δωδεκάχρονο παιδί, ο Έντουιν, που το δάγκωσε δράκος (αλλά μπορεί και όχι), η ετοιμοθάνατη υπερ-λάμια ονόματι Κουερίγκ, η ανάσα της οποίας… κλέβει ατομικές αλλά και ομαδικές αναμνήσεις (βλ. την κρίσιμη σελίδα 279), πανταχού παρόντα σκανταλιάρικα ξωτικά, φασματικές συγγενείς της βιβλικής Λίλιθ, φιλότιμοι χριστιανοί, οι οποίοι όμως μάταια προσπαθούν να κρύψουν την ασίγαστη έλξη που ασκεί ο παγανισμός στις βασανισμένες τους υπάρξεις, υδρόβια καλικαντζαράκια, άφθονα πουλιά σαρκοβόρα, τα οποία ανακαλούν αμέσως τις ημέτερες Στυμφαλίδες όρνιθες, και βεβαίως το απαραίτητο ερωτικό ζευγάρι, ο υπέργηρος αλλά ακμαίος Ρωμαίος, που εδώ ονομάζεται Αξλ και η συνομήλικη του Ιουλιέτα, για την περίσταση Μπέατρις, που διασχίζουν τετρακόσιες και πλέον σελίδες, εφιαλτικού κατά κανόνα πλαισίου, αναζητώντας τον από χρόνια πολλά ξενιτεμένο, πιθανότατα κεκοιμημένο πια, γιο τους: αυτή είναι εν ολίγοις η πινακοθήκη των προσώπων και των σημαντικοτέρων φανταστικών όντων, για να θυμηθούμε στο σημείο αυτό έναν από τους διασημότερους ταξινόμους των, εννοώ τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τον οποίο, όπως εκτιμώ, συχνά πυκνά συμβουλεύεται και ο δημιουργός του παρόντος έργου.Ο Kazuo Ishiguro
Αν προσθέσει κανείς το κλίμα της γενικευμένης αμνησίας που επικρατεί, τα ανήλιαγα τοπία του Θαμμένου Γίγαντα συνιστούν μιαν Εδέμ χωρίς Αγγέλους. Η διαρκής ομίχλη σκεπάζει κατ΄ ουσίαν το παρελθόν. Το δε παρόν δεν προλαβαίνει να βιωθεί: το καταβροχθίζει η απειλή των δράκων. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, κατά συνέπεια, δομημένοι μέσα σε προλήψεις και οριακές ψευδαισθήσεις, αντικρίζουν διαρκώς το σκοτάδι του μέλλοντός των. Ένα μέλλον έτοιμο να απορροφηθεί κι αυτό από τη μαύρη τρύπα της δεισιδαιμονίας. Ό,τι δηλαδή σήμερα συνιστά κατ΄ αναλογίαν τον δαίμονα του διεθνούς πυρηνικού ολοκαυτώματος. Η θυσία της Κουερίγκ στο βωμό της μνήμης θα επιφέρει, προς το τέλος του έργου, την ποθητή ισορροπία στα ταραγμένα πρόσωπα και στα πολλαπλώς προσωποποιημένα πράγματα. Φαίνεται όμως επισφαλής στο βαθμό που οι αναμνήσεις θα προκαλέσουν, αυτομάτως, έριδες, προστριβές, νέες συγκρούσεις σε παλαιά και νέα πεδία μαχών, ως και υπενθυμίσεις μοιχειών. Στις τελευταίες ανήκει φέρ΄ ειπείν κι εκείνη, η σύντομη, η επί δύο σχεδόν μήνες, της Μπέατρις.Γεννημένος στο ισοπεδωμένο Ναγκασάκι, το 1954, ο συγγραφέας ευαγγελίζεται σταθερά σε όλο το έργο του ως τώρα ριζική ανασύσταση ήθους.
Πάντως σ΄ όλες αυτές της συγκυρίες της άκρας ρευστότητας, το ερωτικό ζευγάρι του Αξλ και της Μπέατρις προσωποποιεί την ακεραιότητα της άνευ όρων Αγάπης. Ό,τι δηλαδή βρίσκεται στον αντίποδα της ανθρωποφοβίας, της μισαλλοδοξίας, της ξενότητας και της ασύγγνωστης βαρβαρότητας, οι οποίες στοιχειώνουν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης. Κι ενώ ο κόσμος θα κινείται γραμμικά μέσα στο όνειρο της ευτυχίας, όπως ακριβώς το θέλει ο Θαμμένος Γίγαντας, αντίρροπες δυνάμεις θα δοκιμάζουν να τον εξανδραποδίσουν. Ο περίπου δον Κιχώτης-Σερ Γκαουέιν κι ο ιδαλγός Γουίσταν, θα φροντίζουν όμως πάντα να προπορεύονται συνειδητά της ολικής καταστροφής. Ως ελλιπείς άγγελοι ξέρουν άλλωστε να δρουν καλλίτερα από τους ουράνιους συγγενείς των: τολμούν δηλαδή να ξεπεράσουν εαυτούς, ακυρώνοντας ακόμη και την ίδια την Κουερίγκ. Από την άποψη αυτή, ο Θαμμένος Γίγαντας μας αφορά όχι μόνον σαν μια καλογραμμένη αλληγορία, αλλά κυρίως ως μάθημα κυριολεκτικού ανθρωπισμού. Γεννημένος άλλωστε στο ισοπεδωμένο Ναγκασάκι, το 1954, ο συγγραφέας ευαγγελίζεται σταθερά σε όλο το έργο του ως τώρα ριζική ανασύσταση ήθους.
Ο επαρκής Καζούο Ισιγκούρο, συστηματικός κυνηγός και ταξινόμος της λεπτομέρειας, μαθήτευσε προφανώς και σ΄ εκείνη την αποθέωση των διασταυρωμένων πληροφοριών, εννοώ στην προκειμένη περίπτωση την εμβληματική Σαλαμπώ του Γκιστάβ Φλομπέρ (Gustave Flaubert, 12 Δεκεμβρίου 1821 – 8 Μαΐου 1880). Δίνοντας, ως συγγραφέας απαιτήσεων, όπως ακριβώς μας έδειξε ο Μισέλ Φουκό το 1970, στο εναρκτήριο μάθημά του στο “Κολέγιο της Γαλλίας”, στην περιώνυμη Τάξη του Λόγου, «στην ανήσυχη λαλιά της μυθοπλασίας τις ενότητές της, τους δεσμούς της συνάφειάς της και την ενσωμάτωσή της μέσα στο πραγματικό», ο Καζούο Ισιγκούρο επαληθεύει άλλη μια φορά στο πεδίο της αυστηρής διηγητικής εμπέδωσης τα χαρίσματά του. Ευτύχησε, το τονίζω, μεταφραστικά. Η εξειδικευμένη, έμπειρη Αργυρώ Μαντόγλου σεβάστηκε απολύτως το γράμμα και το πνεύμα της όλης δημιουργικής ανάπλασης ενός ιδιαίτερα συναρπαστικού Μεσαίωνα.* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.