Με μια μακρά σε διάρκεια τελετή λήξης στο κινηματοθέατρο «Απόλλων» του Πύργου, παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Λυδίας Κονιόρδου και εκπροσώπων της πολιτειακής και νομαρχιακής ηγεσίας, έπεσε η αυλαία του 20ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου για Παιδιά και Νέους της Ολυμπίας. Δόθηκαν πολλά βραβεία, πάρα πολλά για την ακρίβεια, εφόσον στη μία εβδομάδα που διαρκεί κάθε χρόνο το φεστιβάλ υπάρχουν αρκετές κατηγορίες διαγωνιζόμενων ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους, ντοκιμαντέρ, fiction και animation, με πιο σημαντικό φυσικά το τμήμα «Κάμερα Ζιζάνιο», το οποίο συγκεντρώνει τις μαθητικές κινηματογραφικές απόπειρες από τα σχολεία ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας. Αξίζει να πούμε εδώ ότι το Φεστιβάλ Ολυμπίας δεν είναι ένα περιφερειακό-περιθωριακό φεστιβαλάκι. Και το λέω έτσι, καθώς τα τελευταία χρόνια φεστιβάλ κινηματογράφου ξεπετάγονται σαν τα μανιτάρια σε κάθε μεγάλη πόλη ή και νησί της Ελλάδας, κάτι που είναι και καλό και κακό. Στο Φεστιβάλ Ολυμπίας, που από του χρόνου θα μπει στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, φέτος προβλήθηκαν περισσότερες από 400 ταινίες που έθιξαν σοβαρά θέματα της επικαιρότητας και της Ιστορίας: παιδική δουλεία και εκμετάλλευση, συνθήκες διαβίωσης των Ρομά, παιδιά-θύματα του Ολοκαυτώματος, ξενοφοβία, ρατσισμός, προσφυγικό. Καλό, διότι δίνεται η ευκαιρία σε ένα μη σινεφίλ κοινό να μπει στη σκοτεινή αίθουσα και να έρθει σε επαφή με την 7η Τέχνη, έστω και περιστασιακά, ξώφαλτσα που λένε. Κακό, όμως, διότι ένα φεστιβάλ οφείλει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις που σχετίζονται με υποδομές, προγραμματισμό και, βασικά, κρατική υποστήριξη, πράγματα δηλαδή που δεν τα συναντάς εύκολα, του μεγάλου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης εξαιρουμένου. Δεν ήταν λίγα τα μέλη της διεθνούς κριτικής επιτροπής που σχολίασαν πως ένα τέτοιο φεστιβάλ εκπαιδευτικού χαρακτήρα αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Λοιπόν, το Φεστιβάλ Ολυμπίας, για μένα που έχω γυρίσει όλα τα κινηματογραφικά φεστιβάλ, άλλοτε ως διαγωνιζόμενος και άλλοτε ως ανταποκριτής, ήταν μια μεγάλη ευχάριστη έκπληξη. Και επειδή φυσικά ένα φεστιβάλ δεν ανήκει στους δημοσιογράφους αλλά στους δημιουργούς, το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτούς. Μιλάμε για πολύ κόσμο: ενδεικτικά μπορώ να αναφέρω ότι 35 Ολλανδοί μαθητές μαζί με τη δασκάλα τους βρέθηκαν στον Πύργο για να δείξουν τις ταινίες τους και να παρακολουθήσουν τα ενδιαφέροντα παράλληλα προγράμματα. Η αφίσα του Φεστιβάλ Αν υπολογίσω και την παρουσία περίπου 150 ατόμων από Ευρώπη μέχρι Ασία, μαζί με ανθρώπους από το εγχώριο κινηματογραφικό σινάφι, θα έλεγα ότι για μία εβδομάδα μια ολόκληρη πόλη και τα προάστιά της ανασαίνουν οικονομικά και ζουν κυριολεκτικά από το δικό τους φεστιβάλ κινηματογράφου: όλα τα ξενοδοχεία, από το Κατάκολο και τον Άγιο Ανδρέα έως την Αμαλιάδα, είναι κλεισμένα, με τους προσκεκλημένους να φιλοξενούνται ακόμα και στην Αρχαία Ολυμπία. Είναι κι ένας λόγος αυτός για να νιώθει υπερήφανος ο Δημήτρης Σπύρου, ο κινηματογραφιστής που έστησε το φεστιβάλ και μέχρι σήμερα κρατάει το τιμόνι του, βλέποντας την ακτινοβολία του να διαχέεται στην κοινωνία της πόλης, καθώς και στο εξωτερικό. Διότι δεν ήταν λίγα τα μέλη της διεθνούς κριτικής επιτροπής που σχολίασαν πως ένα τέτοιο φεστιβάλ εκπαιδευτικού χαρακτήρα αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Πώς ξεκίνησαν όμως όλα; Είχα την ευκαιρία, την ημέρα της τελετής λήξης, να κάτσουμε με τον Σπύρου και παρόλο το τρέξιμό του να μου δώσει μερικές χρήσιμες πληροφορίες. Το «Life Αnimated» του Ρότζερ Ρος Ουίλιαμς. Το 1990 η ταινία του με τίτλο «Ο Ψύλλος» αποσπά το Α’ Βραβείο στο Kinder Film Fest του Βερολίνου, όπως και διάφορα άλλα βραβεία και διακρίσεις σε Βουλγαρία, Αγγλία και ΗΠΑ. Ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο, ο Σπύρου συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι να μη δίνεται στα παιδιά μόνο η Disneyland ως ψυχαγωγική πρόταση αλλά και το ότι απουσιάζει ένας τέτοιος θεσμός από την Ελλάδα. Κι αν γνωρίζει εξαρχής πως το στήσιμο ενός αντίστοιχου φεστιβάλ στη χώρα του θα είναι ίσως τροχοπέδη στην προσωπική του καλλιτεχνική πορεία, πιστεύει στους παράγοντες της εξίσου δημιουργικής απασχόλησης και της παρακαταθήκης. Το 1997, κατά το πρώτο έτος της διοργάνωσης, το φεστιβάλ το αγκαλιάζει η Νομαρχία της Ηλείας. Δεν υπάρχουν, όμως, οι υποδομές και το τεχνικό προσωπικό που θα υποστηρίξει τις προβολές των ταινιών. Απ’ την αρχή γίνεται αισθητή η προσπάθεια ένταξης σε αυτό της τοπικής κοινωνίας και ιδιαίτερα της εκπαιδευτικής κοινότητας. Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, ο Σπύρου νιώθει μέλος μιας μεγάλης ομάδας, στην οποία περιλαμβάνονται κυρίως νεολαίοι που μεγάλωσαν κυριολεκτικά μέσα στο φεστιβάλ, το λατρεύουν, αποτελεί την παιδική τους μνήμη και το γνωρίζουν εκ των έσω. Το φεστιβάλ ξεκίνησε όταν ο Δημήτρης Σπύρου συνειδητοποίησε πόσο σημαντικό είναι να μη δίνεται στα παιδιά μόνο η Disneyland ως ψυχαγωγική πρόταση. Στην ερώτησή μου αν το φεστιβάλ ρολάρει λόγω της σωστής διαχείρισης των οικονομικών του από τον ίδιο ή τη σωστή ενίσχυση από την πολιτεία, ο Σπύρου μου ξεκαθαρίζει πως φέτος το ΥΠ.ΠΟ. έδωσε ακριβώς το μπάτζετ που είχε υποσχεθεί και στην ώρα του. Μπόρεσαν έτσι να αφοσιωθούν στο πρόγραμμα και στο δημιουργικό κομμάτι. Από κει και πέρα, δόθηκε μεγάλο βάρος στα εργαστήρια, στο να μπορέσουν οι δημιουργοί να συνοδεύσουν τις ταινίες τους και οι δημοσιογράφοι να τις παρακολουθήσουν. Τον ρωτάω για τη θεματική ορισμένων ταινιών που είδαμε, η οποία ξεπερνάει σαφώς τα στερεότυπα του παιδικού κινηματογράφου. Στο εξαιρετικό μικρού μήκους «Goldfish», λόγου χάριν, που γύρισε ο Γιώργος Αγγελόπουλος, το θέμα ήταν η μελέτη της σεξουαλικής διαφορετικότητας ενός 7χρονου αγοριού. Η άποψή του είναι ότι δεν μπορεί να υπάρχουν ταμπού σε κάθε ταινία που αφορά τα παιδιά και τους νέους, άλλωστε το φεστιβάλ λειτουργεί βάσει των αρχών που έχουν θεσπίσει η UNICEF και η Ουνέσκο και όχι κάποιος συντηρητικός διεθνής φορέας. Στο σημείο αυτό της κουβέντας μπλέχτηκε και ο Φρανσουά Τριφό, για τις παιδικές ταινίες του οποίου ο Σπύρου έχει γράψει ένα υποδειγματικό βιβλίο («Τα παιδιά στις ταινίες του Φρανσουά Τριφό», εκδόσεις Νεανικό Πλάνο, 2004). Πέρα από τα οριακά «400 χτυπήματά» του, ο Γάλλος auteur είχε γυρίσει και κάποιες ταινίες που ήταν παραγγελίες του γαλλικού υπουργείου Παιδείας. Σε ό,τι αφορά το φετινό πρόγραμμα, ξεχώρισαν αρκετές ταινίες που κατά κοινή ομολογία δικαιούνταν τα βραβεία τους. Σταχυολογώντας τες, κρατάω τις «Μέρες της φράουλας» του Βίκτορ Έρικσον, μια συμπαραγωγή Σουηδίας και Πολωνίας που τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο Καλύτερης Μεγάλου Μήκους Ταινίας, το θέμα της οποίας ήταν η «Μανωλάδα της Σουηδίας», ο ρατσισμός δηλαδή προς τους ξένους εργάτες σε μια φυτεία με φράουλες στη Σουηδία. Επίσης, το «Ακούγοντας τη σιωπή» της Μαριάμ Σάσια από τη Γεωργία, που απέσπασε το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, με την ιδιαίτερα συμπονετική παρατήρηση ενός πολυτάλαντου ανάπηρου παιδιού. Τέλος, το «Life Αnimated» του Ρότζερ Ρος Ουίλιαμς από τις ΗΠΑ που απέσπασε τιμητική μνεία και αναφερόταν στον τρόπο που ένα αυτιστικό παιδί μπορεί να βρει τη φωνή του μέσα από τη μαγεία του κινηματογράφου. Στο Φεστιβάλ Ολυμπίας, που από του χρόνου θα μπει στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, φέτος προβλήθηκαν περισσότερες από 400 ταινίες που έθιξαν σοβαρά θέματα της επικαιρότητας και της Ιστορίας: παιδική δουλεία και εκμετάλλευση, συνθήκες διαβίωσης των Ρομά, παιδιά-θύματα του Ολοκαυτώματος, ξενοφοβία, ρατσισμός, προσφυγικό. Κι αν η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λυδία Κονιόρδου εξήγγειλε την αύξηση της χρηματοδότησης του φεστιβάλ κατά 25% για τα επόμενα τρία χρόνια, εγώ αναπολώ με συγκίνηση μια παλαιότερη δήλωση του Γκαμπριέλ Άξελ, στην ΕΡΤ κιόλας, όταν ο σπουδαίος Δανός σκηνοθέτης της «Γιορτής της Μπαμπέτ» είχε περάσει, σε προχωρημένη ηλικία, από τον Πύργο: «Στοιχηματίζω όλα μου τα υπάρχοντα», είχε πει, «πως κανένα παιδί που συμμετέχει στο Φεστιβάλ Ολυμπίας δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να γίνει εγκληματίας!». PlayPlay Seek00:00 Current time01:08 Toggle Mute Volume Toggle Fullscreen Τα βραβεία του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Πηγή: www.lifo.gr