Το κείμενο που ακολουθεί ξεκινά από την πεποίθηση ότι μεγάλος αριθμός προσφύγων θα παραμείνει για καιρό ή μόνιμα στη χώρα, πολύ περισσότερο από όσο οι ίδιοι και η ελληνική κοινωνία το περιμένουν. Ο αριθμός αυτός μπορεί να είναι άγνωστος, σίγουρα όμως αυτή την στιγμή ξεπερνά κατά πολύ τις πενήντα χιλιάδες που ομολογούνται από τις ελληνικές αρχές φτάνοντας ίσως στο διπλάσιο. Πιο κάτω, αναλύονται συνοπτικά οι λόγοι στους οποίους οφείλεται, όπως πιστεύω, το γεγονός αυτό. Όμως, αν και η www.daysart.gr
info@daysart.gr
Ελλάδα υφίσταται την ασυγκρίτως πιο μεγάλη πίεση από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, το πρόβλημα είναι όντως γενικότερα ευρωπαϊκό και δεν θα σταματήσει με το κλείσιμο των συνόρων είτε και με τα ούτως ή άλλως ανεπαρκή και εν μέρει αντικρουόμενα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα που σήμερα σχεδιάζουν και εφαρμόζουν οι κεντρικοί θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ελληνική κυβέρνηση. Πρόκειται για πρόβλημα με μείζονες πολιτισμικές, πολιτικές, γεωστρατηγικές και οικονομικές/ενεργειακές πλευρές οι οποίες έχουν γεννήσει εξελίξεις που φαίνεται ότι όλο και πιο δύσκολα θα μπορέσουν να ελεγχθούν. Το δράμα που παίζεται στην Ειδομένη, πάνω στα σύνορα της Ελλάδας με ένα κράτος με το οποίο την χωρίζουν από χρόνια σοβαρές διαφορές, εμπλέκει τους απελπισμένους αλλά και συχνά απρόθυμους να συνεννοηθούν πρόσφυγες, όσους τους διακινούν και ενίοτε τους υποκινούν, τις Μη Κυβερνητικές οργανώσεις καθώς και διεθνείς οργανισμούς σαν την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ αλλά και τις κυβερνήσεις των Αθηνών και των Σκοπίων και δείχνει πόσο σύνθετη είναι και πόσο εκρηκτική και ανεξέλεγκτη μπορεί να καταστεί η κατάσταση σε αυτό και σε άλλα μέρη. Η ίδια η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης τίθεται κάθε μέρα και πιο πολύ εν αμφιβόλω από κινήσεις σαν αυτές στις οποίες πρωτοστατεί η Αυστρία. Οι ρωγμές μέσα στην Ε.Ε. από το μεταναστευτικό θα αποδειχθούν ίσως πιο σημαντικές από αυτές μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, που έχουν ήδη αναδυθεί λόγω των πολιτικών λιτότητας που Βερολίνο και Βρυξέλλες εφαρμόζουν εκβιαστικά αλλά και μυωπικά για να αντιμετωπίσουν την κρίση ή μάλλον τα δύο τείνουν να δημιουργήσουν ένα όλο και πιο εκρηκτικό μίγμα.
Πέρα από αυτό, πόλεμοι στην Μέση Ανατολή, προσφυγικό και τρομοκρατία, στην ουσία αδιάσπαστοι κρίκοι της αλυσίδας που απειλεί να μας πνίξει, συνδέονται πολύ περισσότερο από ότι φαίνεται με μια πρώτη ματιά με την αδυναμία της Δύσης να βρει– σε πείσμα αυτού που αποκαλείται παγκοσμιοποίηση- την στόχευση και την συμπεριφορά που θα έπειθαν επαρκώς τον μη δυτικό κόσμο. Το ζήτημα είναι διεθνές αλλά, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στην συνέχεια, μας αφορά απολύτως. Και αυτό διότι, αν η Ελλάδα είχε ήδη εδώ και πέντε χρόνια καταστεί το πειραματόζωο της επιβολής των πολιτικών λιτότητας του νεοφιλελευθερισμού, σήμερα γίνεται επίσης το δοκιμαστικό πεδίο μιας – ανεπαρκούς, αναποτελεσματικής και επικίνδυνης προσπάθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Της προσπάθειας να κρατηθούν κατά το δυνατόν οι πρόσφυγες έξω από τα σύνορα των κυριάρχων ευρωπαϊκών κρατών με το να κλείσουν οι δίοδοι προς αυτά και να αποθηκευθούν οι πρόσφυγες στην ήδη χειμαζόμενη πατρίδα μας που θα γίνει το γκέτο τους. Μπορεί η προσπάθεια αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι όντως καταδικασμένη να αποτύχει στην μακρά διάρκεια ή και πιο άμεσα. Αλλά η Ευρωπαϊκή αποτυχία, αν υπάρξει θα είναι και δική μας και το πρώτο το οποίο έχουμε να κάνουμε για να συμβάλουμε στην αποτροπή τέτοιων εξελίξεων είναι να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια της προσφυγικής πλημμυρίδας.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Για τους λόγους λοιπόν που ήδη εξέθεσα ως εδώ, η προσπάθεια να συμβάλλω έστω και λίγο στον προβληματισμό για την ην αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος στην χώρα μας θα ξεκινήσει από μια γενικότερη αδρομερή θεώρηση όχι μόνον των τρόπων με τους οποίους εμπλέκονται στο προσφυγικό οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα της Δύσης αλλά και των γενικότερων συνθηκών, πολιτιστικών, πολιτικών και οικονομικών, που έστω και αν πολλοί δεν το αντιλαμβάνονται, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο όχι μόνον στην πρόσφατη όξυνση του προσφυγικού στο πολύ σημαντικό επίπεδο της κάθετης αύξησης επίπεδο των αριθμών, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι άνθρωποι γίνονται δεκτοί από τις κοινωνίες υποδοχής αλλά και στο πώς οι ίδιοι αντιμετωπίζουν τις κοινωνίες στις οποίες φτάνουν. Ζητήματα τα οποία σε υπολογίσιμο βαθμό συνδέονται και με την τρομερή όξυνση της βίας τόσο στις χώρες στις χώρες προέλευσής τους όσο και σε αυτές που τους υποδέχονται ή προς τις οποίες ανεπιτυχώς επιχειρούν να φτάσουν. Σε κάθε περίπτωση η σημερινή κατάσταση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εμφανίζεται ευοίωνη: Αδυναμία εκ μέρους αυτών που χαράσσουν τις πολιτικές της ανάγνωσης όσων συμβαίνουν και πρόβλεψης όσων έρχονται, έλλειψη αξόνων, σπασμωδικές αντιδράσεις σε όσα ανακύπτουν χωρίς ικανότητα χάραξης αποτελεσματικής συνολικής πολιτικής με τρόπο που να μην απειλούνται μόνον τα δικαιώματα των πιο αδύνατων, ντόπιων και προσφύγων μεταναστών, αλλά και ολόκληρες κοινωνίες και – αν σκεφτούμε τις απειλές ενάντια σε ευρωπαϊκούς πυρηνικούς σταθμούς- σε η ίδια η ζωή στην ήπειρο και στον πλανήτη.
Η επικίνδυνη αποτυχία της Ευρώπης και ευρύτερα του Δυτικού κόσμου φαίνεται πολύ καθαρά από το παρακάτω: Το πιο καυτό αν όχι και το πιο θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι πράγματι η Ευρώπη πριν απειληθεί από το μεταναστευτικό κύμα υπήρξε, μαζί εννοείται με τις Η.Π.Α. που πρωτοστάτησαν, συνδημιουργός του. Ο ρόλος και μόνον της Γαλλίας στην πτώση του Καντάφι, εξέλιξη που περιελήφθη στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο που άστοχα αποκλήθηκε «αραβική Άνοιξη», φτάνει για να μας πείσει ότι και ευρωπαϊκές χώρες κινήθηκαν και κινούνται στην λεκάνη της Μεσογείου όπως και στο υπογάστριο της Ρωσίας για να ικανοποιήσουν συμφέροντά τους χωρίς να αντιλαμβάνονται ή ενδιαφέρονται για τους κινδύνους που οι κινήσεις αυτές γεννούν. Η όλη κατάσταση θα μπορούσε να περιγραφεί με αρκετή ευστοχία μέσα από μια οικολογική αλληγορία. Είναι σαν Δυτικά κράτη, όπως οι Η.Π. Α. , η Γαλλία αλλά και η Γερμανία, αν σκεφτούμε τον ρόλο της στην Ουκρανία, να πυροδότησαν και να συνεχίζουν να πυροδοτούν μακριά από τα σύνορά τους, κινήματα, εξεγέρσεις και ανατροπές εξουσιών με εκρήξεις βίας οι οποίες θυμίζουν ελεγχόμενες αλυσιδωτές πυρηνικές εκρήξεις που πραγματοποιούνται στα πλαίσια δοκιμών για αμυντικούς, υποτίθεται, σκοπούς. Τα αποτελέσματα όμως των «εκρήξεων» επιστρέφουν στους τόπους από όπου αποφασίστηκαν με ένα, «ασύμμετρο» όπως επικράτησε να λέγεται για τα μείζονα τρομοκρατικά χτυπήματα, τρόπο. Είναι σαν οι επεμβάσεις που κάνουν οι κάποιες δυνάμεις μακριά από τα σύνορά τους να γεννούν ένα Τσουνάμι που ξεκινά από τους τόπο που τις υφίστανται, αλλά φτάνει να πλήξει με απροσδόκητη ταχύτητα και ανυπολόγιστη ισχύ τις χώρες αυτών που την προκάλεσαν. Πέρα από τα μεταναστευτικά κύματα, ο κίνδυνος της εξάπλωσης της ισλαμικής τρομοκρατίας τροφοδοτείται εννοείται επίσης από αυτές τις εκρήξεις. Ωστόσο, η επιδημία της τρομοκρατικής βίας αναπτύσσεται πάνω σε ένα προϋπάρχον λίκνο, στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, που έχει μια κυρίαρχη πολιτισμική πλευρά. Το φαινόμενο στο οποίο αναφέρομαι είναι η εντυπωσιακή ανικανότητα ενσωμάτωσης των ξένων πρώτης αλλά και δεύτερης γενιάς από την οποία πάσχουν οι Δυτικές κοινωνίες. Υπολογίσιμος αριθμός από μετανάστες δεύτερης γενιάς μπορεί να έμαθαν τις γλώσσες, τους εξωτερικούς κανόνες, την τεχνολογία κλπ. της Ευρώπης και γενικά της Δύσης, αλλά δεν ενσωμάτωσαν τις αξίες και τον τρόπο ζωής της. Κράτη με ισχυρούς, υποτίθεται τουλάχιστον, ιδεολογικούς επικοινωνιακούς κοινωνικούς κλπ. μηχανισμούς δεν έπεισαν ένα επικίνδυνα υψηλό αριθμό ξένων ότι άξιζε να γίνουν ουσιαστικό μέρος τους. Μήπως αυτό οφείλεται εν μέρει σε μια λάθος προσέγγιση εκ μέρους των Δυτικών που διέπονται από ένα είδος μόλις μεταμφιεσμένης αλαζονείας που τους ωθεί να καταλαβάινουν ουσιαστικά τον πολιτισμικό διάλογο ως εκ μέρους τους συμβολικά βίαιο υπερκαθορισμό του ξένου; Ή μήπως παίζει επίσης ρόλο μια εγγενής δυσκολία κάποιων μη ευρωπαϊκών πολιτισμικών και θρησκευτικών ομάδων να ανοιχτούν στον διάλογο και το άνοιγμα που αποτελεί προϋπόθεση κάθε αληθινής ενσωμάτωσης; Η δυσκολία αυτή των Δυτικών κοινωνιών, που αποδεικνύεται δραματική όταν περνάμε στο πεδίο της τρομοκρατίας με δράστες δυτικούς πολίτες που μισούν τον πολιτισμό της, δεν έχει να κάνει μόνον και ίσως ούτε κυρίως με το τι κάνουν αυτές με τους ξένους. Πηγάζει πρωτίστως από την στροφή που έχουν πάρει από την δεκαετία του 70 ο Δυτικός πολιτισμός και η δυτική οικονομία, ιδίως στις ισχυρότερεςχώρες ξεκινώντας από τις Η.Π.Α. Στις δεκαετίες του 1960 και 70 ο Δυτικός κόσμος, υπό την επήρεια εσωτερικών και εσωτερικών εξελίξεων από τα γεγονότα στην Νοτιοανατολική Ασία και την Λατινική Αμερική, μέχρι την ανάδυση κινημάτων αμφισβήτησης όπως οι χίπης είτε ο Γαλλικός Μάης του 1968 έμοιαζε να έχει φτάσει σε μία καμπή που έδειχνε ότι δεν θα παρέμενε ο ίδιος και θα κινούνταν είτε προς πιο θετικές και δημιουργικές είτε προς πιο καταπιεστικές και καταστροφικές εξελίξεις. Η απάντηση που κυριάρχησε από τα 1973 και έπειτα δεν ήταν ένα μοντέλο μιας ωριμότερης ανθρωπότητας πιο ελεύθερης από τον φόβο, την επιθετικότητα και την εκμετάλλευση αλλά ο νεοφιλελευθερισμός: Ένταση των οικονομικών και των κοινωνικών διαφορών συνδυασμένη με σκληρές επεμβάσεις στο εξωτερικό, σταδιακή κατάργηση είτε υπόσκαψη των συνόρων και της κυριαρχίας των εθνών κρατών, υποβάθμιση των διεθνών θεσμών, αλλά και μια σταδιακή απαξίωση της ουσιαστικής παιδείας και της δημιουργίας. Η σκέψη και η καλλιτεχνική παραγωγή που προωθούνταν πλέον κεντρικά είτε συμβάδιζαν ανοιχτά με το σύστημα είτε το υπηρετούσε αμφισβητώντας το προσχηματικά. Παράλληλα ο όλο και πιο κυριαρχικός ρόλος της τεχνολογίας είχε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα: Αντί να οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη χειραφέτηση μέσα από την κατάργηση της μεταφυσικής αύρας του έργου τέχνης που ευαγγελιζόταν ο Μπένγιαμιν, προσέδωσε μια ακραία και υποδουλωτική αύρα στην θεοποιημένη τεχνολογία. Πράγμα που δεν ήταν καθόλου ασύμβατο με την υποκατάσταση της εκ μέρους της τέχνης ουσιώδους και θετικής αμφισβήτησης των κοινωνιών από την συχνή επίδειξη μιας προκλητικής ελευθεριότητας που μπορούσε να χλευάζει το οτιδήποτε φτάνει να μην αγγίζει την πραγματική συμβολική και πραγματική εξουσία. Για να το πω με απλά λόγια ήταν πιο ανεκτό να παρουσιάσει κανείς την εικόνα της Παρθένου στολισμένη με κόπρανα από το να καταγγείλει τα εγκληματικά κρατικά ψεύδη που άνοιξαν το δρόμο για την επέμβαση στο Ιράκ. Ο Θατσερισμός στην Αγγλία με την ριζική του απέχθεια για την κουλτούρα, που συνεχίζει να υποβαθμίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο όπως και αλλού, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντιπνευματικής και αντιδημιουργικής προέκτασης του νεοφιλελευθερισμού στο πνευματικό πεδίο. Αυτή η συνολική πολιτισμική στροφή του Δυτικού αλλά σταδιακά και του υπόλοιπου κόσμου προς ατραπούς όπου κυριαρχούν το εν στενή εννοία συμφέρον, η ποσοτικοποίηση, η επιθετικότητα και ο κυνισμός είναι μάλλον η ρίζα της ενδημικής κρίσης του μαστίζει τον κόσμο και συνακόλουθα των πολέμων που αναφύονται ή αναζωπυρώνονται μέσα σε ένα μάταιο παιχνίδι κατίσχυσης που σταδιακά απειλεί να καταστρέψει όλους τους αντιμαχόμενους. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση η δυνατότητα των Δυτικών κοινωνιών να ενσωματώσουν ξένους ιδίως αν αυτοί προερχόταν από διαφορετικούς πολιτισμούς όπου η θρησκεία και η αυστηρή συμμόρφωση σε όσα αυτό συνεπάγεται διατηρούσαν πραγματικά ή έστω προσχηματικά μια κυρίαρχη θέση εξανεμιζόταν και εξανεμίζεται όλο και πιο πολύ. Ιδιαίτερα, όχι για όλους φυσικά αλλά αρκετούς πιστούς του Ισλάμ όπου η θρησκεία κυριαρχεί εξ ορισμού σε κάθε έκφανση της ζωής και οι κώδικες συμπεριφοράς που απορρέουν από αυτό είναι ιδιαίτερα άκαμπτοι, η Δύση την οποία γνωρίζουν από την προπαγάνδα των φανατικών είτε αυτή που βιώνουν ως μετανάστες μπορεί να ενσαρκώσει τον ρόλο του επίγειου «Μεγάλου Σατανά. Εικόνα που τος επιτρέπει ας προσθέσουμε να δαιμονοποιούν τον άλλο και να λησμονούν τις «σατανικές», ή πιο απλά τις αρνητικές πλευρές των κοινωνιών προέλευσής τους. Ας προσθέσω ότι όπως τα τελευταία δραματικά γεγονότα απέδειξαν η άρνηση αυτή να αφομοιωθού έίτε έστω να πεικοινωνήσουν θετικά με τις χώρε υποδοχής τους δεν εμπόδισε την αφομοίωση των τεχνολογικών επιτευγμάτων της Δύσης, αυτό ακριβώς ωστόσο επέτρεψε σε όσους ήταν απογοητευμένοι και εχθρικοί προς την «διαφθορά» των κοινωνιών υποδοχής να αξιοποιήσουν τα όπλα που χρειαζόταν για να τους επιτεθούν, από την στιγμή που αποφάσιζαν να περάσουν στη δράση.
Ακόμη πιο ακραία είναι τα παραδείγματα καθεστώτων και κινημάτων που ενισχύθηκαν αν δεν παρήχθησαν από τους Αμερικανούς και τους άλλους Δυτικούς, όπως οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν είτε ο Ισις στο Ιράκ και την Συρία με τελικό αποτέλεσμα να συνδυάσουν φανατισμό και τεχνογνωσία στον τομέα των όπλων, της επικοινωνίας κλπ. ως όπλα στην επίθεση κατά των «δασκάλων» τους. Η θεαματική και φονική επιστροφή του θρησκευτικού φανατισμού δεν είναι βέβαια ακριβώς επιστροφή των θρησκειών παρά μόνον στην πιο εκχυδαϊσμένη και εγκληματική τους παραμόρφωση που κάνει το μιαρό να καταχράται την θέση του ιερόυ. Ποιος είναι ο δρόμος για να πετύχουμε πραγματικό διάλογο θρησκειών και πολιτισμών που θα ανέκοπτε αυτή την καταστροφική πορεία; Σε πιο βαθμό το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από κρατικές αποφάσεις και σε πιο άλλο βαθμό θα είναι αποτέλεσμα πίστης, δημιουργίας ή και τύχης; Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ερωτήματα που δεν έχουν ακαδημαϊκό χαρακτήρα, αλλά με δεδομένη την σημερινή κατάσταση και τις προοπτικές εξέλιξής της ενδιαφέρουν απολύτως όλες τις ευρωπαΪκές χώρες αλλά ιδιαίτερα την χώρα μας που εκούσα / άκουσα θα ζήσει με μεγάλους αριθμούς ξένων μέσα στα σύνορά της αλλά και με απειλές έξω από αυτά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάσταση της Ελλάδας ταυτίζεται με αυτή των κυρίαρχων ευρωπαϊκών δυνάμεων όπως η Γερμανία. Το αποικιοκρατικό παρελθόν των χωρών αυτών είναι γεγονός ότι ακόμα και όταν θεσμικά καταργηθεί είτε μεταλλαχθεί σε μια πιο ευέλικτη πολιτικο- οικονομική «σοφτ» ηγεμονία κληροδοτεί τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς προς τον άλλο που εκλαμβάνεται, αν όχι ως νομοτελειακά κατώτερος πάντως, όπως έδειξε ο Έντουαρντ Σαίντ στο Ιμπεριαλισμός και κουλτούρα ως ένα παιδί που η ενήλική Δύση δικαιούται και οφείλει να διαπαιδαγωγεί με κάθε μέσο, περιλαμβανομένης της τιμωρίας και της επιτήρησης, ως την ενηλικίωσή του που μπορεί να παραπέμπεται σε ένα αενάως αναβαλλόμενο μέλλον. Ο ελληνισμός από την άλλη πλευρά επί πολλούς αιώνες δεν ηγεμόνευσε στις χώρες από τις οποίες φτάνουν οι μετανάστες, αλλά αντιθέτως από αρκετές πλευρές βρέθηκε στη θέση τους συνιστώντας ίσως από τις αρχές του 19ου αιώνα μαζί με τα κράτη της λατινικής Αμερικής μια από τις πρώτες νεοαποικιοκρατίες όπου το δημοκρατικό θεσμικό κέλυφος δεν εμπόδιζε την ουσιώδη πολιτική και οικονομική εξάρτυση. Η διαφορετική από άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατάσταση της Ελλάδας έχει οπωσδήποτε πολλές αρνητικές πλευρές αλλά ίσως σχετίζεται και με μια θετική. Μέχρι και σήμερα ακόμη για μια σειρά από λόγους, όπου σίγουρα παίζει ρόλο και η ιστορική σχέση Ελλήνων και κατοίκων της Μέσης Ανατολής με την αποικιοκρατία αλλά και η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων σε παλαιότερους μεσανατολικούς πολέμους, η χώρα έχει ευτυχώς αποφύγει να εμπλακεί άμεσα στις συγκρούσεις που σήμερα ταλανίζουν τους τόπους από τους οποίους καταφθάνουν τα προσφυγικά κύματα. Η όποια όμως περίοδος χάριτος την οποία – μέχρι νεωτέρας- απολαμβάνει η πατρίδα μας σε ζητήματα τρομοκρατίας δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες με αυξανόμενους ρυθμούς από την μια δέχονται τα τρομοκρατικά πλήγματα και από την άλλη αποτελούν τον προορισμό στον οποίο θέλουν να καταλήξουν οι πρόσφυγες. Βλέποντας τα κύματά τους να κατακλύζουν τον ευρωπαϊκό χώρο νιώθουμε σαν το αρχαίο τραγικό σχήμα της ύβρεως και της τίσεως να έχει ενίοτε ισχύ όχι μόνον στο αρχαίο ή και το Ελισαβετιανό θέατρο αλλά στις Διεθνείς Σχέσεις. Στην περίπτωσή μας πρόκειται για μια όχι προσωπική αλλά πολιτική ύβριν, που ταυτίζεται με τις καταβολές που κληροδότησε ο παραδοσιακός ιμπεριαλισμός και επιβιώνουν στις σύγχρονες μεταλλάξεις του. Πρόκειται για μια πανάρχαια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που κατήγγειλε ήδη ο Αισχύλος στους Πέρσες του και που σφράγισε αρνητικά την πολιτική δράση περισσότερων πολιτισμών, για να πάρει τις πιο εφιαλτικές της μορφές από την Αναγέννηση και μέχρι και τον 20ο αιώνα: Πρόκειται για την επέμβαση ισχυρών κρατών πέρα από τα σύνορά τους – συχνά πολύ μακριά από αυτά- με στόχο την καθυπόταξη ξέων λαών με στόχο την πολιτική κυριαρχία και το κέρδος. Πρακτική που από τα μέσα περίπου του 20ου διαφοροποιήθηκε ως προς τις ρητορικές, τις μεθόδους και τα προσχήματα που χρησιμοποιεί, που πίσω από τα προσχήματα περί υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου διατηρεί την ίδια αδίστακτη τάση για επέμβαση, εισπράττοντας ωστόσο, παλιότερα στο Βιετνάμ και στη συνέχεια στο Αφγανιστάν, στην Γεωργία, στο Ιράκ μια σειρά από παταγώδεις αποτυχίες, που ωστόσο δεν έχουν γίνει μάθημα. Με την έννοια αυτή θα λέγαμε ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες των Δυτικών που καταπάτησαν με τις επεμβάσεις τους στην Μέση Ανατολή και αλλού το μέτρον, γυρεύοντας να ποδηγετήσουν, οι ίδιοι ή δι’ αντιπροσώπου, ξένους τόπους υπό το πρόσχημα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, πληρώνουν τώρα οι ίδιοι το τίμημα των σχεδιασμών και των ενεργειών τους. Μέγα μέρος της απειλής που δέχεται σήμερα η Δύση έχει θρησκευτικά κίνητρα ή και προσχήματα που χρησιμοποιούνται με δεξιοτεχνία από τον ανερχόμενο και εξαπλούμενο ισλαμικό φανατισμό. Αξίζει όμως ακριβώς εδώ να θυμίσουμε ότι για παράδειγμα τα καθεστώτα του Σαντάμ στο Ιράκ και του Άσαντ στην Συρία ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξίθρησκα. Η καταπιεστική συμπεριφορά τους στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε πολιτικά και όχι θρησκευτικά κίνητρα και αντικειμενικά αποτελούσαν – και στην Συρία αποτελούν ακόμη- ανάχωμα στον αποχαλινωμένο φονταμενταλισμό της Κάϊντα και του Ισίς. Η επίθεση εναντίον τους όξυνε τις δι-ισλαμικές αντιθέσεις, επέτρεψε σε νέους παίκτες όπως το Ιράν να παρέμβουν και διευκόλυνε μια ασύλληπτη έκρηξη της βίας και συνακόλουθα το πρωτοφανές συνεχιζόμενο προσφυγικό κύμα. Προσφυγική πλημμυρίδα, απειλή τρομοκρατίας αλλά και εξάπλωσης των πολεμικών συγκρούσεων μέχρι την πόρτα μας και μέσα στο σπίτι μας είναι μεν τα αποτελέσματα πράξεων στις οποίες η χώρα μας έχει ελάχιστη εμπλοκή, χωρίς όμως αυτό να την σώζει υποχρεωτικά από τις συνέπειες. Πόσα μπορεί να πράξει για το ζήτημα μιας δίκαιης και βιώσιμης ειρήνης στην ευρύτερη αλλά όλο και πιο κοντινή γειτονιά μας στην Μέση Ανατολή και αλλού μια Ελλάδα που μοιάζει αδύναμη και εξαρτημένη; Μια χώρα που καθίσταται πολύ πιο αδύναμη από την στιγμή που οι ηγέτες της και σε ένα τουλάχιστον βαθμό η κοινωνίας της δεν πιστεύουν ότι μπορεί να έχει ιστορική μνήμη, ταυτότητα και ικανότητα αυτόνομης σκέψης και δράσης; Για τον γράφοντα μνήμη ταυτότητα και ικανότητα αυτόνομης σκέψης και δράσης είναι το βασικό πολιτικό ζητούμενο για την Ελλάδα, γενικότερα αλλά και σε ότι έχει να κάνει με το προσφυγικό. Άποψη που δεν διαγράφει καθόλου, αντιθέτως, το ότι μια τέτοια σκέψη και δράση εντάσσεται υποχρεωτικά σε ένα διεθνές πλαίσιο και σε μια συγκεκριμένη ευρύτερη πολιτισμική, οικονομική συνθήκη. Αν ωστόσο η ευρύτερη διερώτηση σχετικά ριζική αντιστροφή σκέψης, σχεδιασμού συμπεριφοράς από την οποία έχει ανάγκη η χώρα μας δεν είναι κάτι που χωρά στο παρόν κείμενο, μπορούμε, τουλάχιστο στο επίπεδο της ανάλυσης, να επισημάνουμε κάποια γεωπολιτικά στοιχεία που αφορούν το προσφυγικό που τα κύματά του έφτασαν στην αυλή μας. Από την άποψη αυτή είναι βέβαιο πως η ειρήνευση στο βορειανατολικό μέτωπο, σήμερα στην Ουκρανία και τις όμορες περιοχές και πρωτίστως στο Νοτιανατολικό, σήμερα στην Συρία και το Ιράκ και αλλού θα ήταν η βασική λύση για να σταματήσει η προσφυγική κρίση στη ρίζα της. Είναι σαφές ότι αυτοί που θα έπρεπε να πάρουν τις αποφάσεις για αντιμετώπιση είναι εν πολλοίς ισχυρές Δυνάμεις που την προκάλεσαν. Η χώρα μας έχει ωστόσο κάποια χαρακτηριστικά που θα έπρεπε, όσο αυτά έχουν αντέξει μέσα στις δραματικές αλλαγές που βιώνουμε εντός και εκτός Ελλάδος, να αξιοποιηθούν: Εν πρώτοις η Ελλάδα σε χώρες της Μέσης Ανατολής όπως η Συρία, το Ιράκ, η Αίγυπτος – και το ίδιο συμβαίνει και στην Ινδία- διατηρούσε κατά το παρελθόν μια ιδιαίτερη θέση που της επέτρεπε να μην ταυτίζεται με τις αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές Δυτικές δυνάμεις. Η χώρα μας διέθετε και διαθέτει ακόμη έναν ελληνισμό της διασποράς τον οποίο όμως ουδέποτε έμαθε να αξιοποιεί με σοβαρό και προγραμματικό τρόπο: Τουτέστιν όχι επιφανειακά, ευκαιριακά και πελατειακά, αλλά με κινήσεις στον πολιτισμό, την πολιτική, την οικονομία και την επιστήμη που θα δημιουργούσαν και θα συντηρούσαν ένα υπέρ μας κλίμα βασισμένο στην ουσία και όχι στηνδημιουργία εντυπώσεων για το θεαθήναι. Η απογοητευτική μοίρα του σημαντικού έργου επιστημόνων όπως ο ιστορικός Σπύρος Βρυώνης και η μοίρα των εδρών ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού στο εξωτερικό είναι από την άποψη αυτή αποκαλυπτικά. Ωστόσο, και σήμερα υπάρχουν στον Δυτικό κόσμο και στους BRICS πολιτιστικές και πολιτικές δυνατότητες που μένουν ανεκμετάλλευτες. Παράδειγμα η διάλυση είτε η υποβάθμιση των περισσότερων κέντρων του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού ανά τον κόσμο, η κατάργηση είτε η συρρίκνωση των Ελληνικών εδρών στον Δυτικό και όχι μόνον κόσμο, αλλά και η απουσία σοβαρής πολιτισμικής και οικονομικής παρουσίας μας στους ανερχόμενους γίγαντες της Ασίας, στην Κίνα και σε ένα βαθμό στην Ινδία. Προς τα δίκτυα αυτά, ελληνικά και ξένα, κυβερνητικά και μη, θα έπρεπε να γίνουν ελληνικές προσπάθειες κινητοποίησης για την πολιτισμική και πολιτική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και για την ειρήνευση. Σημειώνω ότι η χώρα μας διαθέτει και κάποια όπλα πολιτιστικής διπλωματίας, όπως το σύμβολο της εκεχειρίας, συνδεδεμένο με διεθνώς αναγνωρισμένους τόπους όπως οι Δελφοί, που πρέπει να αξιοποιηθούν με έμπνευση και σύστημα προς την κατεύθυνση αυτή. Υπό τον όρο ωστόσο ότι η χρήση τους θα πρέπει να είναι όχι ως είθισται δυστυχώς μέχρι σήμερα ευκαιριακή και προσχηματική, αλλά προγραμματική, συνεχής και εμπνευσμένη. Η αναγκαία εκστρατεία για το τέλος των πολέμων στην περιοχή μας και συνεπώς για μια σε βάθος λύση του προσφυγικού θα πρέπει να βασιστεί στην σωστή αξιοποίηση τέτοιων διαύλων.
Προσφυγικό: Η μονιμότητα της παραμονής των προσφύγων στην Ελλάδα και το ζήτημα της αφομοίωσής τους. Ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων, ο οποίος σήμερα δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να εγκατασταθεί στην Ελλάδα για ένα υπολογίσιμο χρονικό διάστημα, ή και μόνιμα. Το ελληνικό κράτος πρέπει να κάνει κάθε προσπάθεια ώστε να συμβάλει στο να προωθηθούν όσοι φτάνουν στη χώρα μας στους χώρους που οι ίδιοι έχουν επιλέξει είτε να επαναπροωθηθούν στα μέρη από τα οποία έφτασαν. Εννοείται ότι κάτι τέτοιο είναι σαφώς δυσχερές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ( Γερμανία κ.α) έχει την πρόθεση να δεχτεί επιλεκτικά μόνον πρόσφυγες υψηλού μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου, όπως οι Σύροι, ενώ οι Τούρκοι θα δεχθούν να επαναπροωθηθούν στη χώρα τους μόνον αυτοί που θα φτάσουν στην Ελλάδα μετά την συμφωνία η οποία έχει μόλις συναφθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με ανοιχτό πάντα το ζήτημα του πόσο αυτή η συμφωνία στα χαρτιά θα ισχύσει και στην πράξη. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι σημαντικός αριθμός θα μείνει για πολύ ή μόνιμα στη χώρα μας, έστω και αν, τουλάχιστον σε ότι αφορά στην μακρά διάρκεια χρόνων ή και δεκαετιών, επιβεβαιωθεί η άποψη κομματικού στελέχους που ασχολείται με το θέμα ότι οι άνθρωποι αυτοί θα νικήσουν τα εμπόδια που τους βάζουν σήμερα τα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη και θα φτάσουν εκεί που θέλουν (ΣΗΜ.). Σε ότι λοιπόν αφορά στο παρόν και στο ορατό μέλλον μας ενδιαφέρει όσοι θα παραμείνουν εδώ όχι μόνον να μην προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα στην ελληνική κοινωνία και να μην υποφέρουν οι ίδιοι, αλλά, αντιθέτως, να ζήσουν με τους καλύτερους εφικτούς όρους, ώστε να καταστούν θετικοί παράγοντες για τη ζωή του τόπου. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να γίνουν μια σειρά από πράγματα: Πρώτον το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία σε όλες τους τις εκφάνσεις πρέπει να κατανοήσουν το κεφαλαιώδες γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί θα μείνουν για καιρό στη χώρα και να κάνουν τις απαραίτητες κινήσεις. Και δεύτερον να το κατανοήσουν οι ίδιοι οι πρόσφυγες, προσαρμόζοντας την συμπεριφορά τους απέναντι σε αυτό που δεν θα είναι ο τόπος διέλευσης, αλλά ο τόπος για σημαντικό διάστημα παραμονής τους. Ο δρόμος για κάτι τέτοιο δεν θα είναι εύκολος. Το πρώτο στοιχείο που προκύπτει είναι πως οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι εύκολο να ανοιχτούν σε έναν ουσιαστικό και γόνιμο διάλογο με την κοινωνία υποδοχής τους. Είναι άνθρωποι φοβισμένοι, ταλαιπωρημένοι, δύσπιστοι σε πρόσωπα και συνθήκες που δεν γνωρίζουν και που κινούμενοι από το όνειρο να φτάσουν σε «χώρες της επαγγελίας» σαν την Γερμανία τις θεωρούσαν προσωρινές και συνεπώς με μικρό ενδιαφέρον. Έφτασαν στον τόπο μας υπακούοντας στις οδηγίες των διακινητών και τροφοδοτούνται με πληροφορίες που διακινούνται μεταξύ τους, στο πλαίσιο κατ’ αρχήν των διαφόρων εθνικών ομάδων. Σύρων, Αφγανών. Πακιστανών που μπορεί να είναι στεγανές και κάποτε εχθρικές η μια προς την άλλη. Οι πληροφορίες από κάποιες τουλάχιστον δομές δείχνουν ότι σήμερα οι άνθρωποι αυτοί δύσκολα μπορούν να κινητοποιηθούν για να οργανώσουν και να βελτιώσουν τη ζωή τους στην Ελλάδα, πέρα από την εξασφάλιση- συχνά με εντελώς σπασμωδικό και κάποτε αντικοινωνικό τρόπο- των εντελώς στοιχειωδών για την επιβίωσή τους. Χαρακτηριστικά, πληροφορίες από μια σειρά από δομές δείχνουν ότι οι Έλληνες και λοιποί εθελοντές είναι αυτοί που κυρίως αναλαμβάνουν τα αναγκαία για την εξασφάλιση μιας ασφαλούς και υγιούς διαβίωσης των φιλοξενουμένων και οι πρόσφυγες μετέχουν μόνον εφόσον παροτρυνθούν για κάτι τέτοιο. Συνεπώς η προσπάθεια να αλλάξουν νοοτροπία και να προσαρμοστούν στα δεδομένα του τόπου δεν θα είναι εύκολη, ιδιαίτερα στην περίπτωση που θα πρόκειται για ανθρώπους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και ταυτοχρόνως επιρρεπείς στον θρησκευτικό φανατισμό, οι οποίοι θα αρνηθούν να αλλάξουν κώδικες συμπεριφοράς, και ηθικής. Πρόκειται για μια κατάσταση που έχει παρατηρηθεί σε περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ανατρέποντας αρκετές φορές τις ελπίδες ουσιαστικής ενσωμάτωσης και προκαλώντας σοβαρά προβλήματα. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει το κράτος και η κοινωνία μας να βρουν τα πρόσωπα, τις ρητορικές τις συμπεριφορές και τους διαύλους που μεθοδικά και με επιμονή θα σπάσουν το φράγμα της δυσπιστίας και της παθητικότητας και θα τους πείσουν να προχωρήσουν σε ένα γόνιμο πολιτισμικό συμβιβασμό, όπου η κάθε πλευρά θα πρέπει να αλλάξει προς το καλύτερο. Πράγμα που θα είναι ευκολότερο, αν οι προς ενσωμάτωση πρόσφυγες θα είναι άνθρωποι με θρησκευτική, πνευματική και κοινωνική φυσιογνωμία όχι ίδια, αλλά επαρκώς συμβατή με τα δεδομένα της χώρας.
Κατανοώ ότι η άποψη αυτή μπορεί να γεννήσει αντιδράσεις, ιδιαίτερα σε ανθρώπους που έχουν ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο και την εύλογη αλλεργία προς το είδος εκείνο της σκέψης που βλέπει ως κατώτερους όσους δεν μας μοιάζουν στην πίστη, στις ιδέες, στην γλώσσα ή στο χρώμα του δέρματος. Η ιδέα της επιλογής με όποια κριτήρια, φυλετικά, ιδεολογικά, οικονομικά , του «κοσκινίσματος» των συνανθρώπων ανθρώπων που χτυπάνε την πόρτα μας μπορεί να τους φαίνεται απαράδεκτη. Οι ιδέες όμως, και εδώ η διαλεκτική σκέψη έχει συμβάλει θετικά για να το κατανοήσουμε, δεν ίπτανται εν κενώ, Λειτουργούν, θετικά ή αρνητικά μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις, σε συγκεκριμένους χώρους και συγκυρίες. Στον χώρο που είναι σήμερα η Ελλάδα οι καταστάσεις που διέπουν την ζωή μας είναι οι εξής: Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πληθυσμό, παρά τα προηγούμενα μεταναστευτικά κύματα και την παρουσία της τουρκικής μειονότητας ομοιογενή πολιτισμικά και γλωσσικά. Η ομοιογένεια ωστόσο αυτή δεν είναι ούτε υποχρεωτικά απρόσβλητη από κινδύνους διάβρωσης και αυτό όχι μόνον γιατί οι ποσοτικοί συσχετισμοί ντόπιων/ξένων μπορεί να αλλάξουν εις βάρος μας αλλά και γιατί οι ιδεολογικοί, επικοινωνιακοί, διοικητικοί μηχανισμοί του κράτους σήμερα προσχηματικά μόνον ενδιαφέρονται και στην ουσία αδιαφορούν για ότι θα έπρεπε να στηρίζει και να ενισχύει αυτή την ομοιογένεια: την πολιτισμική κληρονομιά, την ιστορική μνήμη, την γλώσσα κλ. Με τρόπο που η αφομοίωση των ξένων σε μια κοινωνία να γίνεται πιο δύσκολη αν δεν οι επίσημοι εκφραστές της δεν πιστεύουν σ’ αυτήν. Πράγμα ακόμη πιο επικίνδυνο σε μια χώρα που, κατ’ αντίθεση προς όλες τις άλλες ευρωπαϊκές δέχεται πολλαπλές αμφισβητήσεις στα σύνορά της, αρχίζοντας από τη σοβαρότερη και διαρκέστερη στο Αιγαίο και στην Θράκη. Με την έννοια αυτή ότι θα ήταν νόμιμο και σωστό για την Γερμανία, που ωστόσο δεν διστάζει να μετέρχεται μια σκληρή επιλογή για όσους δέχεται, θα ήταν επικίνδυνο για μια χώρα με ασταθείς δομές, απειλούμενα σύνορα και διεθνή οικονομική κρίση. Η κατάσταση παρουσιάζεται οπωσδήποτε δύσκολη και για μια σειρά από ειδικότερους παράγοντες: Ο πρώτος είναι ψυχολογικός. Πολλοί αν όχι όλοι που θα μείνουν είναι άνθρωποι που θα προτιμούσαν να βρίσκονται σε κάποια άλλη, πιο ισχυρή και πλούσια χώρα, όπως η Γερμανία. Συνεπώς η παραμονή τους εδώ θα μοιάζει ενδεχομένως σαν άλλη, ασφαλέστερη από τις χώρες που άφησαν, αλλά όχι επιθυμητή, εξορία. Έχουμε το παράδειγμα των δικών μας Μικρασιατών της πρώτης γενιάς που μπορεί μετά το 1922 να έδωσαν πολύτιμα στοιχεία στην χώρα μας, ταυτόχρονα όμως έμειναν σφραγισμένοι από το τραύμα του ξεριζωμού, ενώ άρνηση πλήρους ενσωμάτωσης παρουσιάζουν σε παγκόσμιο επίπεδο και οι πρώτες γενιές μεταναστών ακόμα και αν δεν έχουν φτάσει στις χώρες υποδοχής υπό δραματικές συνθήκες. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση οι δυσκολίες που θα πρέπει να ξεπεραστούν είναι πιο δύσκολες όπως δείχνουν οι εμπειρίες και από άλλες από χώρες. Το τραύμα του ξεριζωμού είναι λογικό να επιτείνεται από την πολιτισμική διαφορά που δεν περιορίζεται στην σφαίρα των ιδεών και των συμπεριφορών στην ιδιωτική και την δημόσια σφαίρα: Η σχέση με το σώμα, η ψυχική και η σωματική υγιεινή, η αμφίεση, η σεξουαλικότητα και άλλοι παράγοντες εμπλέκονται επίσης σε καθημερινή βάση και χρειάζεται μια συνεχής προσπάθεια εκ μέρους της ελληνικής κοινωνίας για να σπάσει το φράγμα της δυσπιστίας και να γίνουν σεβαστοί οι κανόνες και κατανοητοί και επιθυμητοί οι στόχοι της συνύπαρξης. Ο δεύτερος παράγων είναι ο οικονομικός/ κοινωνικός. Αναφερόμαστε εδώ σε κάτι που υπερβαίνει το πρώτο και στοιχειώδες επίπεδο, που είναι το να τους παρασχεθούν τα αναγκαία για την διαβίωσή τους (στέγαση, σίτιση, περίθαλψη κα.). Πρόκειται για το θέμα της απασχόλησης που είναι ένα από τα θεμέλια της ενσωμάτωσης και συνδέεται με το γεγονός ότι όποιος μένει κοινωνικά και εργασιακά ανενεργός ή περιθωριακός δεν μπορεί να εξασφαλίσει όι μόνον μια αξιοπρεπή διαβίωση αλλά και τον εξ ίσου απαραίτητο αυτοσεβασμό. Μέσα στην δεινή κρίση που μας μαστίζει και με δεδομένο τον αριθμό των ελλήνων ανέργων στη χώρα μας, θα είναι πολύ δύσκολο να πετύχουμε, έστω και με την απαραίτητη οικονομική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το να βρουν οι πρόσφυγες δουλειά, πράγμα αναγκαίο, όχι μόνον για την βελτίωση του επιπέδου ζωής τους, αλλά και για να μην νιώσουν πλάσματα άχρηστα, χωρίς σκοπό και κίνητρο, κάτι που έχει πάντα για τον άνθρωπο, ακόμα και όταν δεν είναι πρόσφυγας, τόσο ψυχοσωματικές όσο και κοινωνικές βαριές συνέπειες. Το ζήτημα της απασχόλησης των ξένων είναι ωστόσο στις σημερινές συνθήκες των εκατομμυρίων ελλήνων ανέργων ιδιαίτερα λεπτό και δύσκολο και, χωρίς μια ώριμη αλλά και ρεαλιστική αντιμετώπιση, κινδυνεύει να δώσει τροφή σε τυφλά αρνητικά ανακλαστικά μέρους του εντόπιου πληθυσμού, ακόμη χειρότερα, να γίνει στόχος των ακροδεξιών, που καραδοκούν για να διοχετεύσουν τέτοια ανακλαστικά προς ρατσιστικές κατευθύνσεις.
Εννοείται ότι η χώρα θα πρέπει να κάνει τα απαραίτητα για να εξασφαλισθούν σχετικά κονδύλια για τον τομέα της απασχόλησης. Αλλά αυτό που επίσης πρέπει να γίνει είναι να οργανωθεί προγραμματικά η προσωπική συμμετοχή των προσφύγων στο έργο εγκατάστασής τους, σε έργα σχετικά με την διαβίωσή τους και σε οποιαδήποτε άλλη σχετική δραστηριότητα, πράγμα που θα κάνει τους ίδιους θετικά ενεργούς και, αν σχεδιαστεί και παρακολουθηθεί σωστά, θα ελαφρύνει το κόστος της παρουσίας τους για το κράτος και θα έχει για τους ίδιους μια σειρά από θετικές επιπτώσεις.
Σε μια τόσο δραματική κατάσταση η προώθηση όσων θα φύγουν και η επιβίωση όσων μείνουν αποτελούν εννοείται απόλυτη προτεραιότητα. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι ακόμη το οποίο ήταν πάντοτε σημαντικό αλλά σήμερα αναδύεται με ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για την ψυχο-πνευματική ενσωμάτωση και την στήριξη των προσφύγων, ίδως όσων παραμείνουν, στο πεδίο της ψυχικής υγείας. Πριν από πέντε περίπου χρόνια ομάδα πανεπιστημιακών είχε συντάξει σχετική μελέτη που δεν είχε τελικά υλοποιηθεί από το κράτος (ΣΗΜ.). Μετείχαν ελληνικά και ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα και θεσμοί υποδοχής προσφύγων, αστέγων κλπ. Η ανάλυση και ο σχεδιασμός επέμεναν στο ότι η Ελλάδα έπρεπε να δημιουργήσει, αντλώντας και από ξένες εμπειρίες αλλά χωρίς να τις αντιγράφει, εργαλεία σωστής και αποτελεσματικής πνευματικής, πολιτιστικής παιδευσιακής και ψυχολογικής ενσωμάτωσης των ξένων στην κοινωνία μας. Ο στόχος αυτός μπορεί να μοιάζει μια πολυτέλεια σε μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι πρώτον δεν έχουν σήμερα την βούληση να παραμείνουν στον τόπο και δεύτερον στερούνται στέγης, τροφής, δουλειάς και περίθαλψης. Εννοείται ότι όλα αυτά είναι προϋποθέσεις για να μιλήσει κανείς για ιδέες, συμβολικές δημιουργίες και δοξασίες. Κάτι τέτοιο όμως είναι επίσης απολύτως απαραίτητο και η ρήση «ουκ επ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» βρίσκει εδώ την επιβεβαίωσή του. Για να μην καταστούν δυνάμει εχθρικοί και καταστροφικοί προς την κοινωνία υποδοχής τους οι πρόσφυγες που θα παραμείνουν θα πρέπει να μην ντρέπονται για τους τόπους που άφησαν και για τον τόπο που τους δέχεται. Να μην ντρέπονται αλλά να καταφάσκουν την πολιτισμική ταυτότητα του τόπου όπου είχαν περάσει την ως τώρα ζωή τους αλλά και να γνωρίσουν την ταυτότητα, την γλώσσα και τον πολιτισμό του τόπου στον οποίο έχουνν φτάσει. Αυτά που πιστεύουν οι άνθρωποι, στην περίπτωσή μας οι ξένοι στην Ελλάδα, θα είναι αποφασιστικά για το πώς θα συμπεριφερθούν, πράγμα που αγνόησαν είτε δεν κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν ακόμη και κοινωνίες με σημαντικούς μηχανισμούς ενσωμάτωσης (π.χ. Γαλλία) και το πληρώνουν και σήμερα ακριβά Η συνάφεια κάποιων Ελλήνων με μειονότητες είτε με ασιατικές χώρες όπου είχαμε πραγματοποιήσει πολιτιστική δουλεία βοηθούσε στο να έχουμε κάποιες συγκεκριμένες ιδέες στο θέμα.
Οι συνθήκες έχουν σήμερα δραματικά αλλάξει εν σχέσει με όσα θα υποστηρίζαμε για την ενσωμάτωση των ξένων στην Ελλάδα πριν από την προσφυγική και μεταναστευτική πλημμυρίδα. Α) Στο επίπεδο των εξειδικευμένων ανθρώπων που μπορούν να αναλάβουν δράση είτε να συντονίσουν δράσεις που ήδη υφίστανται πρέπει να γίνει μια καταγραφή των κατάλληλων και διαθέσιμων δυνάμεων που μπορεί να εμπλακούν στην προσπάθεια. Πέραν των ελλήνων δασκάλων, καλλιτεχνών, νομικών, γιατρών κλπ. είναι αυτονόητο ότι πρέπει να γίνει προσφυγή και στην εμπειρία και στην συνέργεια ξένων από την Ευρώπη αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο, περιλαμβανομένων και αυτών που έχουν πείρα από τις βασικές χώρες προέλευσης. Η συμβολή τους θα είναι πολύτιμη υπό την προϋπόθεση πως θα κατανοήσουμε ότι η ελληνική συγκυρία επιβεβαιώνει με δραματικό τρόπο πως καμία προϋπάρχουσα λύση, έστω και αν υπήρξε επιτυχής, δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά γράμμα στην για πολλούς λόγους ιδιαίτερη ελληνική συγκυρία. Σε κάθε περίπτωση πάντως το ζητούμενο δεν είναι οι ευκαιριακές εκδηλώσεις – που μπορεί να συμβάλουν αλλά δεν αρκούν διόλου- αλλά ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και μακράς πνοής πρόγραμμα. Β) Η Ελλάδα, τουλάχιστον για πολλούς ασιάτες, αφρικανούς, λατινοααμερικανούς κλπ. διανοούμενους δεν θεωρείται ότι ανήκει στον πρώην αποικιοκρατικό πυρήνα των Δυτικών χωρών και αυτό σε ένα βαθμό διευκολύνει τον διάλογο. Ωστόσο όσοι θα αναλάβουν την ευθύνη του διαλόγου με τους πρόσφυγες θα πρέπει να αναλάβουν ένα επίπονο και λεπτό έργο εκλαΐκευσης. Να καταστήσουν δηλαδή με τον πιο πειστικό τρόπο σαφές ότι η Ελλάδα ανήκει στον πολιτισμικό πυρήνα της Ευρώπης και από την άλλη να υπογραμμίσουν ότι η χώρα όχι μόνον δεν μετέσχε σε ιμπεριαλιστικές επιθέσεις κατά του Τρίτου Κόσμου αλλά και σε πολλές περιπτώσεις στάθηκε αλληλέγγυα με τους λαούς που ζητούσαν την ανεξαρτησία τους. Γ) Γνωρίζουμε ότι η κρίση έχει σε ένα βαθμό αμαυρώσει την γοητεία της χώρας. Αυτός είναι και ο βασικός ίσως λόγος που οι πρόσφυγες δεν ετην προτιμούν ωε χώρο μόνιμης εγκατάστασής τους. Εννοείται ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δοκιμάσουμε να τους αποκρύψουμε μια κατάσταση που διαπιστώνεται με μια πρώτη ματιά. Ωστόσο από την άλλη πλευρά πρέπει να τους υπογραμμιστεί το γεγονός ότι ακριβώς μέσα σε αυτή την δυσκολία η υποδοχή που τους κάνει ο ελληνικός λαός στην μεγάλη του πλειοψηφία αποδεικνύει ότι έχουν φτάσει σε μια κοινωνία όπου, σε αντίθεση με κάποιες άλλες χώρες δεν έχει χαθεί η ανθρωπιά. Δ) Αυτό που πρέπει να εξεταστεί συστηματικά και διεξοδικά είναι το πόσο έχουν αλλάξει, είναι η κοινωνική σύνθεση, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και το μορφωτικό επίπεδο των εισερχομένων. Σε ποιο βαθμό ισχύει (με δεδομένο το ότι συστηματική έρευνα δεν έχει γίνει) το ότι σε ότι τουλάχιστον αφορά τους Σύρους πρόσφυγες, πρόκειται κατά ένα σημαντικό ποσοστό για εκπροσώπους της μέσης τάξης; Υπάρχει η άποψη ότι η σύνθεση κάποιων τουλάχιστον ομάδων προσφύγων από κοινωνική, επαγγελματική, μορφωτική και ενδεχομένως και θρησκευτική άποψη έχει αλλάξει σε σχέση με τους ξένους που η χώρα υποδεχόταν στο παρελθόν. Μια συστηματική έρευνα ενδεχομένως να δείξει ότι αρκετοί από αυτούς που έχουν τα χρήματα και την βούληση να κάνουν σήμερα το ταξίδι ως την Ελλάδα ανήκουν σε έναν υπολογίσιμο βαθμό στην μορφωμένη μέση τάξη. Η άποψη αυτή ωστόσο δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση το σύνολο ή ακόμη και την πλειοψηφία των προσφύγων που φτάνου ή έχουν ήδη εισέλθει στη χώρα μας. Και είναι σαφές ότι οι περισσότεροι από τους προερχόμενους από την Αφρική είτε το Πακιστάν και το Αφγανιστάν έχουν ένα πολύ κατώτερο μορφωτικό επίπεδο και την αντίστοιχη πολιτισμική απόσταση από την Ελλάδα. Από την έγκυρη απάντηση στο ερώτημα σχετικά με το επίπεδο των προσφύγων θα πρέπει να κριθεί με ποιες έννοιες, λέξεις, επιχειρήματα, τρόπους θα απευθυνθούμε στον καθένα και φυσικά ποιους θα ενθαρρύνουμε να μείνουν κοντά μας. Ε) Τέλος ένας σημαντικός και ανησυχαστικός παράγων είναι η παρουσία της διεθνούς τρομοκρατίας, με κέντρο σήμερα τον ακραίο και παραμορφωμένο στην σκέψη και στην πράξη του ισλαμισμό. Ο σχεδιασμός και η συμπεριφορά της χώρας υποδοχής θα πρέπει να υπολογίσει και τον παράγοντα αυτόν, απαγορεύοντάς του να αλιεύσει συμπάθειες, δυνάμει επικίνδυνες ή και καταστροφικές για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Τα όσα διαδραματίστηκαν στο Παρίσι και εν συνεχεία στις Βρυξέλλες και τα όσο επαπειλούνται είναι αρκετά για να μας καταστήσουν άκρως προσεκτικούς. Αλλά σε συνδυασμό με τα παραπάνω οι πληροφορίες για το ότι εξτρεμιστές αγνώστων προθέσεων διεισδύουν μεταξύ των προσφύγων και στην Ελλάδα πρέπει να μας κάνουν να επισπεύσουμε την αποκατάσταση ενός αποτελεσματικού πολιτισμικού και πολιτικού διαλόγου μαζί τους.
Όσοι έφτασαν ή φτάσουν στο μέλλον και παραμείνουν στην Ελλάδα θα μπορούσαν με την κατάλληλη οργάνωση να πεισθούν να συμβάλουν οι ίδιοι ενεργά στην αφομοίωση των προσφύγων. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε σε πρώτη φάση την καταγραφή των μορφωτικών τίτλων και των επαγγελματικών προσόντων των προς ενσωμάτωση προσφύγων. Αυτό Α) θα επέτρεπε να ενσωματωθούν με τον πιο πρόσφορο τρόπο στις διάφορες πλευρές της προσπάθειας ενσωμάτωσης, όπως στην εκπαίδευση, στην επικοινωνία, στην υγεία, στις καλλιτεχνικές και αθλητικές διοργανώσεις κλπ. Β) Θα επέτρεπε στο κράτος να εξοικονομήσει δυνάμεις, μέσα και χρήματα και Γ) Θα έδινε στους ίδιους την θεμελιωμένη αίσθηση ότι η ενσωμάτωση πηγάζει από την βούληση και την δράση τους και δεν τους επιβάλλεται εκ των έξω και εκ των άνω. Ιδέα θα μπορούσε να προωθηθεί καταλλήλως και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η επιλογή χώρων όπου μπορούν να ζήσουν όσοι θα παραμείνουν στη χώρα μας αποτελεί επίσης ένα σημαντικό ζήτημα. Προηγούμενες εμπειρίες έχουν δείξει ότι ακόμα και η εγκατάσταση προσφύγων εθνικά και θρησκευτικά όμοιων ή συγγενών με τον υπόλοιπο πληθυσμό, για παράδειγμα των Ποντίων μετά το 1990, είναι πολύ λεπτή υπόθεση. Εφ’ όσον πρόκειται για μακρά ή μόνιμη εγκατάσταση, το να συγκεντρωθούν όλοι στην ήδη υδροκεφαλική πρωτεύουσα της χώρας είναι εξ ίσου κακό με το να μαντρωθούν σε κάποιους εκ του μηδενός κατασκευασμένους απρόσωπους οικισμούς που θα γίνουν χώροι θλίψης και δυσφορίας, πρόσφορο έδαφος για παραβατικές συμπεριφορές. Το ζήτημα έχει και μια επί πλέον πολύ σημαντική παράμετρο: Η εγκατάσταση δεν πρέπει να γίνει σε συνοριακές περιοχές όπου η χώρα αντιμετωπίζει σήμερα – ή μπορεί να αντιμετωπίσει αύριο- προβλήματα με κάποιους γείτονες, ιδίως αν οι γείτονες αυτοί ταυτίζονται θρησκευτικά, είτε ιδεολογικά με σημαντικό μέρος των προς εγκατάσταση. Και αυτό όχι διότι πρέπει να διακατεχόμαστε από το αμυντικό σύνδρομο όποιου νιώθει ότι οι πάντες επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας του, αλλά διότι στην δραματικά εξελισσόμενη συγκυρία το τοπίο των διεθνών σχέσεων παρουσιάζεται για όλα τα κράτη της περιοχής μας σαν κινούμενη άμμος.
Η επικοινωνιακή προβολή της προσπάθειας (σε διάλογο με άλλες πτυχές τα ενσωμάτωσης όπως η παιδευσιακή) θα έπρεπε να παίξει καθοριστικό ρόλο: Θα πρέπει να γίνει σε τρεις αλληλένδετες σε σημαντικό βαθμό κατευθύνσεις: Α) Προς την ελληνική κοινωνία. Από την άποψη αυτή το ζητούμενο δεν είναι η ποσότητα της πληροφόρησης, ο χρόνος που αφιερώνουν τα κανάλια και τα ραδιόφωνα και ο χώρος που δίνουν ο Τύπος και το διαδίκτυο. Είναι η ποιότητα της πληροφόρησης, ο έλεγχος της πληροφορίας και η ικανότητα ανάγνωσης των καταιγιστικών γεγονότων, για να μην πούμε και η υπεύθυνη πρόβλεψή τους. Η ορθή λειτουργία της επικοινωνίας θα αποτρέψει ή τουλάχιστον θα μειώσει σε σημαντικό βαθμό την παραπληροφόρηση, την ρατσιστική προπαγάνδα και θα συμβάλει στην στάση που πρέπει να κρατήσει η κοινωνία μας στο θέμα. Για τον λόγο αυτό οι εργαζόμενοι στα κανάλια θα πρέπει να αποφύγουν το κυνήγι του εντυπωσιασμού όπως και οι παρεμβαίνοντες στις ποικίλες εκπομπές ή τις αντίστοιχες σελίδες να περιορίσουν τις κομματικές αντιπαραθέσεις ερήμην των στοιχείων και των γεγονότων. Β) Προς τους ίδιους τους πρόσφυγες και κυρίως τους προς ενσωμάτωση. Η τηλεόραση κατά κύριο λόγο σε ένα μικρότερο βαθμό τα άλλα μέσα επικοινωνίας μπορούν παίξουν ένα σημαντικό ρόλο. Ανεξάρτητα σχεδόν μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου των προσφύγων η τηλεόραση διατηρεί ένα μεγάλο γόητρο ανάμεσά τους. Είναι παρούσα ακόμη και στις τενεκεδουπόλεις του Πακιστάν και του Αφγανιστάν ή της Αφρικής όπου μπορεί να απουσιάζουν η ύδρευση και η αποχέτευση. Η τηλεόραση μπορεί να σπάσει σε ένα βαθμό την αναμενόμενη και ήδη διαπιστωμένη δυσπιστία και δυσθυμία των προσφύγων διευκολύνοντας την επικοινωνία τους με τις ελληνικές αρχές και γενικότερα με την κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό η κρατική κυρίως τηλεόραση θα μπορούσε να εγκαινιάσει μια εκπομπή που θα μιλούσε κατ’ ευθείαν στους πρόσφυγες. Γ) Προς την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Το προσφυγικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι εσωτερικό αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό και διεθνές, όχι μόνον λόγω της προέλευσης του προσφυγικού κύματος και των αιτίων που το προκάλεσαν, αλλά και διότι ενδιαφέρει την Ευρώπη στο σύνολό της και κατ’ επέκταση ελκύει το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών Μέσων και των αντίστοιχων κοινωνιών. Ο τρόπος παρουσίασης των σχετικών με το προσφυγικό ειδήσεων και αναλύσεων θα πρέπει λοιπόν να βρίσκεται και σε διαρκή διάλογο με τα όσα λέγονται και συμβαίνουν σχετικά με το θέμα, όχι απλώς αναπαράγοντας σχετικές ειδήσεις αλλά επιχειρηματολογώντας, πείθοντας, επιβεβαιώνοντας ή και διαψεύδοντας. Επίσης θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα επικοινωνιακά μέσα, γραπτά, ηλεκτρονικά κλπ. ώστε να υποστηριχθούν πρωτοβουλίες σχετισμένες με την εγκατάσταση και των ζωή των προσφύγων στη χώρα μας όπως εκτέθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο.
Το παρόν κείμενο γράφτηκε σε μια στιγμή όπου όλα δείχνουν ότι το προσφυγικό έχει εξελιχθεί σε μια «ασύμμετρη» πλημμυρίδα που αλλάζει συνεχώς μορφές, πλήττει όλο και νέα μέτωπα και αποκτά απρόσμενες διαστάσεις. Ευρωπαϊκές ηγεσίες, η ελληνική κυβέρνηση και τα κόμματα, αλλά και οι διάφοροι ελληνικοί και διεθνείς θεσμοί, οργανώσεις και συλλογικότητες μοιάζουν να τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις προσπαθώντας να εφαρμόσουν μέτρα που έχουν συχνά ξεπεραστεί την ίδια στιγμή που κατορθώνεται να μπουν σε εφαρμογή. Την ίδια τύχη εύκολα μπορούν να έχουν και οι όποιες αναλύσεις και αυτό διότι όλη η προϋπάρχουσα πείρα και οι αναφορές σε ιστορικά προηγούμενα, από την Μεγάλη Μετανάστευση των Λαών του 4ου μ. Χ. αιώνα μέχρι την εσωτερική κατάσταση και τις διεθνείς σχέσεις στην Ευρώπη και στον κόσμο κατά τον Μεσοπόλεμο δεν αρκούν παρά τις όποιες αναλογίες για να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι το συνεχιζόμενο ηλεκτροσόκ των αλλεπάλληλων και αναπάντεχων εξελίξεων στο προσφυγικό απειλεί να λειτουργήσει όπως και κάθε άλλο ηλεκτροσόκ. Να διαγράψει δηλαδή την μνήμη, να καταργήσει την πρόβλεψη και να σκοτώσει την αντίδραση στα γεγονότα. Με την βεβαιότητα πως μέγα μέρος από όσα λέγονται από όλους μας πρόκειται να αναιρεθούν σε σημαντικό βαθμό όσα γράφονται εδώ συνιστούν μια μικρή συμβολή στο να αντιληφθούμε, να σκεφτούμε και να πράξουμε. Και αυτό διότι το προσφυγικό τείνει όλο και πιο πολύ να εξελιχθεί σε ζήτημα επιβίωσης της Ελλάδας και της Ευρώπης.
www.daysart.gr
info@daysart.gr