Τζεμίλ Τουράν-Κείμενο

cemil-turanκείμενο: Τζεμίλ Τουράν Πάνε χρόνια που ήρθα στην Ελλάδα. Τώρα μπορώ να πω 31, σκέτο. Κάποτε ήξερα και πόσες ακριβώς μέρες· υπήρχαν δε και στιγμές, στην αρχή, που γνώριζα και τις ώρες που βρισκόμουν στο ελληνικό έδαφος. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, ποτέ μα ποτέ δεν έφυγε ο νους μου από την πατρίδα μου, το Κουρδιστάν· ποτέ μα ποτέ δεν σταμάτησα να αγωνίζομαι για την ανεξαρτησία του, αλλά και ποτέ δεν έκλεισα τα μάτια, βολεμένος εγώ, στους συμπατριώτες μου που έφταναν κατατρεγμένοι στην Ελλάδα.Η ιστορία του Αζάντ με συντάραξε. Η εξέλιξή της, η εμπλοκή μου σ’ αυτήν ίσως να λειτούργησε και σαν βάλσαμο για όλα αυτά που είχα ζήσει και είχα δει. Ο Έβρος, εκεί όπου διαλύεται η οικογένεια του μικρού Αζάντ, επί πολλά χρόνια ήταν ο εφιάλτης μου. Πήγαινα πολύ συχνά για να βοηθήσω –στα διαδικαστικά με τις ελληνικές Αρχές– μετανάστες που έφταναν στην Ελλάδα. Ταξίδια μαρτυρικά, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που έπρεπε να αναγνωρίσω πτώματα, να ειδοποιήσω τις οικογένειές τους, να στείλω τη σορό σε κάποια χαροκαμένη μάνα. Το πέρασμα του Έβρου ήταν για πολλούς σφιχτό και οριστικό αγκάλιασμα με τον θάνατο – κι αν δεν ήταν τα φουσκωμένα, αγριεμένα νερά, θα ήταν οι σπαρμένες παντού νάρκες. Οι κραυγές του θρήνου και του σπαραγμού βασανιστική συντροφιά στα ταξίδια της επιστροφής μου στην Αθήνα.Καθώς έβλεπα και ζούσα έντονα όλα αυτά, γνωρίζοντας τις βασανισμένες ζωές αυτών των ανθρώπων, κουβαλώντας μια βαριά κληρονομιά από την οικογένειά μου, που έδωσε δεκάδες νεκρούς στον αγώνα του Κουρδιστάν, έχοντας εμπλακεί προσωπικά στο κουρδικό ζήτημα με αποτέλεσμα να καταδικαστώ, να φυλακιστώ, να γνωρίσει το κορμί και η ψυχή μου κάθε γνωστό και άγνωστο βασανιστήριο, ήταν κάτι σαν όρκος για μένα να καταγράψω την Ιστορία του τόπου μου και των ανθρώπων του για να μη χαθεί τίποτα, γιατί όταν χάνεται η μνήμη τότε χάνεται και η πατρίδα.
Σε κάθε αράδα του βιβλίου πρέπει να επαναφέρει στον νου του ο αναγνώστης ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία. Είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι από εκείνα τα απίθανα αφηγήματα που κάνει η ζωή όταν θέλει να κατατροπώσει τη φαντασία. Η ιστορία του Αζάντ είναι συγκλονιστική. Ένα 13χρονο παιδί που ζει στο Κουρδιστάν-Ιράκ, ο παππούς του από τους πιο δυναμικούς πεσμεργκά, ο θείος του επίσης στα βουνά για τον κουρδικό αγώνα και η υπόλοιπη οικογένεια να δέχεται τη βία και τους ανηλεείς βομβαρδισμούς από τον σανταμικό στρατό. Και μια μέρα οι γονείς του αποφασίζουν να φύγουν, να περάσουν «απέναντι», στην Ελλάδα, γιατί ο θάνατος είχε κυκλώσει από παντού το σπιτικό τους.Κι αρχίζει ένας πρώτος αγώνας της οικογένειας να φτάσει στον Έβρο. Έναν χρόνο κράτησε το ταξίδι τους από το χωριό τους ως τον ποταμό. Ο Αζάντ με την αδερφή του, τη μικρή Χελίν, ακολουθούσαν τη μάνα και τον πατέρα, χωρίς να ρωτάνε, χωρίς να ενδιαφέρονται, αφημένα παιδιά στη ζεστή προστασία των γονιών. Όπως για τα σαλιγκάρια το καβούκι είναι το σπίτι τους, έτσι και για τα παιδιά, όπου είναι οι γονείς τους είναι η ζωή τους, το σπιτικό τους.Και φτάνουν στον Έβρο, μια ανάσα από την ελευθερία, από τη γη των φιλόξενων και πολιτισμένων Ελλήνων, κι όλα ανατρέπονται… Η οικογένεια μοιράζεται, ο Αζάντ μπαίνει μόνος του σ’ ένα φουσκωτό για να καλύψει μία κενή θέση… και χάνονται όλα. Εκείνο το βράδυ ανατράπηκαν φουσκωτά, πνίγηκαν άνθρωποι, ανασύρθηκαν πτώματα.
Ο Αζάντ στα 14 του βρίσκεται μόνος του στην Ελλάδα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, χωρίς να ξέρει κατά πού να τραβήξει, αλλά και γιατί. Και βρίσκεται αυτό το αμούστακο παιδί, αυτό το ορφανό πια εφηβάκι, με τα μεγάλα, υγρά μάτια, μαζί με άλλους μετανάστες στην Αθήνα, στην πλατεία Κουμουνδούρου, που τότε, στα ’90 τη λέγανε «πλατεία των Κούρδων». Επαναλάμβανε το όνομά του για να δείξει ότι υπάρχει, για να το πάρει ο άνεμος και να το πάει στη μάνα του, για την οποία ούτε μια στιγμή δεν πίστεψε ότι μπορεί να την είχε πάρει ο μανιασμένος Έβρος. Εκεί στην πλατεία, κάτω από βλέμματα συμπόνιας αλλά και εχθρικά, κρύωσε, πείνασε, κοιμήθηκε σε χαρτόκουτα αλλά άντεξε. Και άντεξε καλά. Δεν ακολούθησε εύκολους δρόμους που υπόσχονταν παραβατικοί συμπατριώτες του, δεν «έμπλεξε» σε παρέες, αλλά συγκινήθηκε από διαδηλώσεις, που τις συναντούσε στην Ομόνοια, και από το πεζοδρόμιο ακολουθούσε όλη την πορεία, νιώθοντας άλλοτε φοιτητής, άλλοτε οικοδόμος… Αλλά νιώθοντας πάντα και κάθε στιγμή ότι είναι χρέος του να βρει την οικογένειά του κι ας συνηγορούσαν όλα τα στοιχεία ότι τον τελευταίο λόγο τον είχαν ήδη πει τα μαύρα, σκοτεινά νερά του ποταμού.Όσα πέρασε αυτό το παιδί, που αντρώθηκε σε περάσματα συνόρων, που μάτωσαν τα πόδια του από τα χιλιόμετρα, που σταμάτησε η ανάσα του από τα χιόνια, που χάθηκε σε χώρες, που πρόσκαιρα κούρνιασε σε φιλικές αγκαλιές, είναι απίστευτα. Σε κάθε αράδα του βιβλίου πρέπει να επαναφέρει στον νου του ο αναγνώστης ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία. Είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι από εκείνα τα απίθανα αφηγήματα που κάνει η ζωή όταν θέλει να κατατροπώσει τη φαντασία. Και, δυστυχώς, είναι κάτι που το καταφέρνει κατ’ επανάληψη με τις μαρτυρικές ιστορίες μεταναστών και προσφύγων.

You may also like...