«2-3 πράγματα που ξέρω για τις πόλεις – για το λαϊκό πολιτισμό»
Δευτέρα 15 Μαΐου 2017 [20.00]
Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο Ξάνθης
«Τα λαογραφικά του Μαγιού».
Με την Γαρυφαλλιά Γ. Θεοδωρίδου Υποψ. Διδάκτωρ Λαογραφίας ΔΠΘ
Είσοδος ελεύθερη
«Τα λαογραφικά του Μαγιού»
Ο Μάιος συγκεντρώνει όλη τη δύναμη της οργιαστικής βλάστησης («Ο Μάης με τα ρόδα», «Ο Μάης φέρνει τα λούλουδα»). Η διάχυση της ανθρώπινης χαράς για την Άνοιξη, καθώς η φύση «φωνάζει» ευρισκόμενη στην «καλύτερη» ώρα της και η αυθόρμητη λατρεία της ανθοφορίας έκανε το λαό να τον ονομάζει Καλομηνά, Λούλουδο, Πράσινο, Τριανταφυλλά ή Κερασάρη, και να προσμένει ανυπόμονα το Χρυσομάη του· οι μέρες μεγαλώνουν και ο μήνας αναφέρεται επίσης ως Πεντεφάς, Πεντοδείλινος ή Πολυψωμάς («Ήλιε μ’ που βγαίνεις το ταχύ κι αργείς να βασιλέψεις»).
Όλες οι γιορτές του έχουν λοιπόν «μαγικό» περιεχόμενο: Με πρώτη την Πρωτομαγιά, μια «μαγική» λαϊκή γιορτή. Ο λαός επιδίδεται σε ενέργειες εκτόνωσης και απολυτρωτικές εκδηλώσεις μακροζωϊας: ξεφωνητά, τραγούδια, κοινή έξοδος στους αγρούς για «να πιάσουν το Μάη» (τη χαρά και ευλογία), κοπή λουλουδιών, στεφανώματα στα σώματα, στα κεφάλια, στις πόρτες, στα μπαλκόνια, στα αυτοκίνητα· οι άνθρωποι παλαιόθεν αυτή τη μέρα μετέφεραν αξύπνητα στα σπίτια τους τα κλαδιά με τη δροσιά τους («Ο Μάης ρίχνει τη δροσιά»), έπαιρναν ευλογημένο ή αμίλητο νερό, ραντίζονταν στα χέρια, στα μαλλιά και στο πρόσωπο για να μεταγγίσουν στα σώματά τους τη φρεσκάδα από τα λιβάδια («Τώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι»)· κυλιούνταν στους αγρούς και στη χλόη, «πάνω στη μάνα-γη» για να αντλήσουν τη ζωοδότρα δύναμη και τη θαλερότητα της αναγεννημένης φύσης, να ξανανιώσουν· έφτιαχναν ολάνθιστα μαγιο-στεφάνια για να κρατήσουν τη ζωτικότητά της, μάλιστα έβαζαν ανάμεσα στα άνθη ένα σκόρδο και ένα αγκάθι «για τον εχθρό», επιπλέον ένα στάχυ για τη γονιμότητα (τα μαγιάτικα στεφάνια καίγονταν στη φωτιά του Άη-Γιάννη του Κλήδονα, του Θεριστή)· στις παραθαλάσσιες περιοχές «έκαναν βαρκάδα με στολισμένες βάρκες, γλεντούσαν ολημερίς έως αργά»· αναπαριστούσαν το μήνα στολίζοντας το γονιμικό «μαγιόξυλο», τα «Μαγιόπουλα» («νεκραναστημένα παιδιά») και τις «Νυφούλες του Μάη» με κλαδιά φορτωμένα από στάχυα και φρούτα· έκοβαν λυγαριές και τύλιγαν τη μέση τους «για να γίνουν ευλύγιστοι», αγκάλιαζαν χονδρά δέντρα για να παχύνουν και να ζήσουν πολλά έτη, σαν και εκείνα· εκφωνούσαν λόγο τελετουργικά άσεμνο, δηλαδή επιτελούσαν ενέργειες με σκοπό να επιφέρουν ευγονία, ευκαρπία, γεμάτοι ελπίδα, χαρά, αισιοδοξία από τη γύρω τους θαυμαστή βλάστηση (θυμίζω ότι πρόκειται για μια ποιητική θέαση για τον κάτοικο της πόλης, αλλά για μια υπόθεση ζωής/επιβίωσης για τον αγρότη). Το μήνα αυτό ο λαός γιορτάζει επίσης τη μητέρα (ποιος άλλος μήνας συνδεδεμένος με τη μήτρα-γη θα ήταν κατάλληλος ώστε να αφιερωθεί αρχετυπικά στη μάνα των ανθρώπων που κυοφορεί τη ζωή;).
Όμως ο Μάης είναι επίσης μια εποχή διπρόσωπη, αμφίβολη και αμφίσημη, αισθησιακή αλλά και επικίνδυνη, όπως όλα τα όμορφα πράγματα στη ζωή – «Να μη σ’ εύρει η κακιά ώρα του Μάη», «Ο Μάης φτιάχνει τα σπαρτά κι ο Μάης τα χαλάει» (θυμίζω την παρετυμολογία των λέξεων Μάης – μάγια – μαγεύω – μαγεμένος). Έτσι ο λαός στις αποφράδες ημέρες του μήνα επιτελούσε μαγικές προφυλάξεις από τα δυσάρεστα (π.χ. κυρίως παλαιότερα, δεν εξήρχοντο πολύ πρωί, δεν κοιμούνταν στην ύπαιθρο, δεν λούζονταν με βρόχινο νερό, έδιωχναν θορυβωδώς τα ενοχλητικά ζωΰφια -«Όξω ψύλλος και ποντίκι, μέσ’ αρνί με το κατσίκι» και τόσα άλλα αποτρεπτικά μέσα)· τιμούσαν τον Άη Γιάννη (8 Μαΐου) τον Χαλαζά ή Βροχάρη και τον άγιο Χριστόφορο (9 Μαΐου) για την προστασία από το καταστρεπτικό χαλάζι· στη γιορτή της Ανάληψης, ο λαός πρόσεχε τη δύναμη του Χριστού που «αναλήβεται» («σηκώνεται το Χριστός Ανέστη»), και οι νεκροί προσμένουν τις προσφορές των ζώντων· στα παραθαλάσσια μέρη οι άνθρωποι υποδέχονταν τη γιορτή μέσα στο νερό («πρώτο μπάνιο»), ενώ στα ορεινά αυτή η ημέρα ήταν η Γαλατερή ή Γαλατοπέφτη των κτηνοτρόφων· χρησιμοποιούσαν καθαρτήρια, εξαγνιστικά και αποτρεπτικά τη φωτιά (και τη στάχτη) π.χ. οι θρακιώτες Αναστενάρηδες στη γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (21 Μαΐου). Η φωτιά καθαρίζει, το νερό ξεπλένει και το Ψυχοσάββατο του Ρουσαλιού, κατέκλυζαν με νερό τα κεφάλια των παιδιών (αναλογικά με τη βιβλική αφήγηση για το «πλημμύρισμα» των Μαθητών από το Άγιο Πνεύμα)· αυτή τη μέρα μέχρι σήμερα, οι ζώντες αποχαιρετούν τους αγαπημένους νεκρούς μέσα στα λουλούδια διότι «κλειούνται οι ψυχές, η καθεμιά στον τόπο της», όπως οι Ρωμαίοι στα Ροζάλια, γιορτή που ονομάστηκε έτσι από τα ρόδα με τα οποία ανθοστόλιζαν τους τάφους των προγόνων, όπως οι Βυζαντινοί στη γιορτή του Ροδισμού που στο ελληνικό λαϊκό εορτολόγιο μετετράπη σε Ρουσάλια. Την Κυριακή της Πεντηκοστής, της Γονατιστής, οι ζώντες προσφέρουν, μνημονεύουν, πέφτουν στα γόνατα πάνω σε φύλλα της «νεκρικής» καρυδιάς, κρατούν κεριά για να φωτίζουν τις ψυχές των προγόνων στον δρόμο τους, βάζουν στο στόμα πικρό λουλούδι, φυλάττουν κλειστά μάτια για να «μην βλέπουν οι νεκροί, διότι γνωρίζουν, λυπούνται και δε θέλουν να πάνε με τη σειρά τους», αμίλητοι δροσίζουν με ανθόνερο τις ψυχές στο πέρασμά τους από της Τρίχας το Γιοφύρι· παλαιότερα δεν δουλεύαν, δεν κλαδεύαν, δεν έραβαν κ.ά.
Σε αυτό το μεθύσι από χρώματα και φως, όπου η ανοιξιάτικη ζέστη συνεπαίρνει τους ανθρώπους, τους ωθεί να χορεύουν και να στολίζονται, λαμβάνουν χώρα οι νεοελληνικές γιορτές της Άνοιξης. Εν τέλει, εορτάζονται αναμνηστήρια οι θυσίες της νεότητας υπέρ μιας αξιοπρεπούς ανθρώπινης ζωής («Μέρα Μαγιού μου μίσεψες») – για να αναφερθούμε επίσης στο περιεχόμενο της Εργατικής Πρωτομαγιάς.