Σπάω το μυαλό μου. Πού στην ευχή έγινε εκείνος ο διάλογος; Το ότι ήμασταν στην Τήνο είναι το μόνο σίγουρο. Αλλά πού; Πώς γίνεται να μη θυμάμαι το σημείο εκείνο, το τόσο σημαδιακό, και για τη συγγραφική ζωή μου; Μπορεί, τώρα που το καλοσκέφτομαι, οι λέξεις που ακολούθησαν να διέγραψαν τον τόπο. Άλλωστε, ό,τι ακολούθησε ήταν εξωστεριανό, ήταν ουράνιο. Ουράνιες δεν είναι οι μοιραίες συναντήσεις των ανθρώπων; Ουράνιες δεν είναι οι κλωστές που ενώνουν άνθρωπο με άνθρωπο, ψυχή με ψυχή… Από το πουθενά! Ωραία ακούγεται αυτό το «από το πουθενά». Το πιο γεμάτο πουθενά! «Να δω, εσάς, ποιος θα σας γράψει τη βιογραφία σας;» τον ρώτησα ενώ μέσα μου αναρωτιόμουν πώς πήρα αυτό το θάρρος. Θάρρος απολύτως αναντίστοιχο της ελάχιστης γνωριμίας μας. Κι ήρθε ένα: «Εσύ» κοφτό. Τόσο που με ξάφνιασε το «εσύ», που με εξανάγκασε να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρα των ματιών μου σαν εκείνες τις πορσελάνινες κούκλες που κατοικούν πια σκονισμένες μόνο σε καταστήματα με αντίκες. Άκουσα καλά; Το πιστεύεις αυτό που είπε; Το εννοούσε; Πώς το χειρίζομαι; «Πότε ξεκινάμε;» ξαναρώτησα, ενώ πλέον με έκρινα αφάνταστα φορτική και ψιλοντρεπόμουν για μένα. «Αύριο». Τελικά, οι πιο ενδιαφέρουσες χώρες είναι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό ακολούθησα τα βήματα της ζωής του. Και κάπως έτσι λογάριασα ότι θα ξεθαρρέψω και το βήμα κι άλλων θνητών-αναγνωστών στον χώρο της τέχνης. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Να σου πω και πώς τελείωσαν; Έναν χρόνο μετά, θυμάμαι έκλεισα μ’ άλλον τρόπο τον υπολογιστή μου. Αργά, αργά. Όπως όταν κλείνεις το παράθυρο ενώ έχει φεγγάρι. Γιατί σε κατατρέχει το τι αφήνεις απ’ έξω. Σταύρωσα τα χέρια. Έκανα έναν μορφασμό που κάνω για ό,τι τελειώνει. Σταύρωσα τα χέρια ακουμπώντας τους αγκώνες στο γραφείο μου. Και τότε αβίαστα κύλησε στο μυαλό μου μια περίληψη… Τι σόι άνθρωπος! Να ’ξερες πόσες φορές το μονολόγησα. Έτσι καθώς ακολουθούσα τη σκιά της ζωής του όλης. Τι σόι άνθρωπος… Να! Τότε που τον είδα να σημαδεύει με το μαχαίρι, ο ίδιος σου λέω, το χέρι του… Να κόβει το δάκτυλό του μπροστά στα μάτια της. Να της στραγγίξει το αίμα του όλο. Τι σόι άνθρωπος… Όταν έτρεχε με μια κούτα τσιγάρα στα χέρια, ανάμεσα από διασταυρούμενα πυρά πολέμου, και είδε τον φίλο του να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του. Όταν έλεγε «εγώ θα είμαι μια μεγαλοφυΐα» κι ήτανε μια σταλιά. Όταν ταξίδευε για Ρώμη το ’57, Παρίσι το ’60, Βερολίνο όταν είχε διχοτομημένα σπλάχνα… Πολιτιστικός μετανάστης, γι’ αυτό που εκείνος όριζε ως ψωμί. Τι σόι άνθρωπος… Όταν την είδε με τα μαλλιά της ανακατεμένα από έρωτα δίπλα στα ανάκατα σεντόνια και ένα δευτερόλεπτο μετά… Θεέ μου! Τι σόι άνθρωπος… Σ’ εκείνη τη μικρή αυλή… Εκεί όπως τα είχε στοιβαγμένα, έριξε βενζίνη κι έβαλε φωτιά! Τα έκαψε, σου λέω, όλα. Πώς άντεξε! Τι σόι άνθρωπος που κατόρθωσε να λογαριαστεί με θηρία. Που δεχόταν επάνω του, κατάσαρκα, όλα τα ηλεκτρικά βολτ της παγκόσμιας τέχνης. Και καταγράφηκε στη λίστα των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του 20ού αιώνα. Και κείνος… Άκου! «Κινδύνευα να αυτοκαταστραφώ», μου είπε. Τι σόι άνθρωπος εκεί στη Βενετία. Όταν μου μιλούσε για την πιο μεγάλη του στιγμή. «Δεν πέθανα εγκαίρως, ο μαλάκας», το είπε και το πίστευε. Τι σόι άνθρωπος… Το είπα, το ξαναείπα.Τελικά, οι πιο ενδιαφέρουσες χώρες είναι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό ακολούθησα τα βήματα της ζωής του. Και κάπως έτσι λογάριασα ότι θα ξεθαρρέψω και το βήμα κι άλλων θνητών-αναγνωστών στον χώρο της τέχνης. Ιερά τα αποτυπώματα των καλλιτεχνών. Χάσαμε «Αναγεννήσεις» ως λαός. Αμήχανη η σχέση μας με τη σύγχρονη τέχνη. Λες και τρέμουμε ότι, αν την ανακαλύψουμε, θα πρέπει να απαγκιστρώσουμε το χέρι μας απ’ την αρχαία. Μα τέχνη μπορεί και να είναι ο τρόπος που ζεις. Κι ο εαυτός σου έργο τέχνης. Είσαι το έργο τέχνης του εαυτού σου, αν το καλοσκεφτείς. Μπορεί η τέχνη να είναι κάτι πιο οικείο απ’ ό,τι το φαντάζεσαι. Και τα «όντα» της πιο φιλικά απ’ ό,τι τα υπολογίζεις. Όλες αυτές οι σκέψεις έτρεξαν αβίαστα… Κάτι σαν αποχαιρετιστήριο μιας βιογραφίας που της αφιέρωσα έναν χρόνο από τη ζωή μου. Τι ενδιαφέρουσα χώρα είναι ο Κώστας Τσόκλης! Ωραίο ταξίδι!Δεν πέθανα εγκαίρως Ρέα Βιτάλη Διόπτρα 152 σελ.Τιμή € 14,35