Αθήνα Η επιθυμία του ανθρώπου για μέθεξη με τον Θεό ανέκαθεν μετουσιωνόταν σε μελωδικό άκουσμα, οδηγώντας δημιουργούς και ακροατές στη λύτρωση μέσα από την τέχνη και τη μουσική. Ακόμα και οι νεκρώσιμες ακολουθίες ή οι πένθιμοι θρήνοι για το Θείο Πάθος της Ρωμαιοκαθολικής ή της Λουθηρανικής Εκκλησίας αποκτούν μιαν υπερβατική διάσταση που πάντοτε συγκινούσε βαθιά τους πιστούς αλλά και το φιλόμουσο κοινό απανταχού της Γης. Δύο αριστουργηματικές συνθέσεις της δυτικοευρωπαϊκής θρησκευτικής μουσικής, το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ και το «Stabat Mater» του Χάιντν θα παρουσιαστούν στις 7 και 8 Απριλίου, αντίστοιχα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του Κύκλου Adagio-Moυσικές για τις μέρες του Πάσχα, κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα.Η πρώτη σύνθεση, που αποτελεί και το κύκνειο άσμα του σπουδαίου αυστριακού μουσουργού, παρουσιάζεται τη Μεγάλη Τρίτη 7 Απριλίου στις 8:30 το βράδυ στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης.Η παρουσίαση αυτή αποτελεί συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Τα φωνητικά μέρη του Ρέκβιεμ ερμηνεύουν η υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου, η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα, ο τενόρος Χουάν Σάντσο και ο μπάσος Βίτο Πριάντε. Συμμετέχει η βραβευμένη χορωδία Άρνολντ Σαίνμπεργκ, την οποία δίδαξε ο Έρβιν Όρτνερ. Την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος. Για την καλύτερη κατανόηση του λατινικού ποιητικού κειμένου, έχει προβλεφθεί η προβολή υπερτίτλων στα ελληνικά.Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης τη «Συμφωνία αρ. 25 σε σολ ελάσσονα Κ 183» του Μότσαρτ. Τα δύο έργα αντικαθιστούν, στο πρόγραμμα της πασχαλινής συναυλίας της ΚΟΑ, τη Missa Solemnis του Μπετόβεν, η οποία είχε αρχικώς ανακοινωθεί, καθώς η συνολική παραγωγή στηριζόταν εν πολλοίς στη συμμετοχή της Χορωδίας της ΝΕΡΙΤ, η οποία όμως δεν έχει συσταθεί.Της εκδήλωσης θα προηγηθεί δωρεάν εισαγωγική ομιλία του Νίκου Λαάρη για τους κατόχους εισιτηρίων (Αίθουσα Συνεδριακού Κέντρου 1, ώρα έναρξης 19:45).Προπομπός του Ρέκβιεμ Προπομπός του Ρέκβιεμ στο πρόγραμμα της πασχαλινής συναυλίας της ΚΟΑ στο Μέγαρο είναι η αριστουργηματική «Συμφωνία αρ. 25 σε σολ ελάσσονα Κ 183» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791), η οποία θα παρουσιαστεί στο πρώτο μέρος.Πρώιμη σύνθεση σε τετραμερή κλασική φόρμα -ο ιδιοφυής Μότσαρτ την έγραψε πιθανότατα σε ηλικία 17 ετών στα 1773-, η επονομαζόμενη «Μικρή συμφωνία σε σολ ελάσσονα» (σε αντιδιαστολή με την 40ή που είναι γραμμένη στην ίδια τονικότητα), αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του προρομαντικού γερμανικού κινήματος Sturm und Drang («Θύελλα και ορμή»).Όπως επισημαίνουν μουσικοκριτικοί και μελετητές, τα στοιχεία που εντυπωσιάζουν τον ακροατή είναι η αναπάντεχη ωριμότητα και το έντονα τραγικό ύφος της Συμφωνίας αρ. 25 που είναι αντιστρόφως ανάλογα με το νεαρό της ηλικίας του συνθέτη. Το έργο είναι επηρεασμένο από εκείνο του τσέχου συνθέτη Ιωάννη-Βαπτιστή Βάνχαλ (1739-1813), καθώς και από τη «Συμφωνία αρ. 39» του Χάιντν, τον οποίο θαύμαζε ο μεγάλος Αυστριακός.Το Ρέκβιεμ Ο τελευταίος χρόνος (1791) της ζωής του Μότσαρτ υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός. Ο φόρτος εργασίας ήταν μεγάλος, εκείνο το καλοκαίρι, καθώς ο συνθέτης είχε στα σκαριά τον «Μαγικό Αυλό» και τη «Μεγαλοψυχία του Τίτου». Στις ήδη ανειλημμένες καλλιτεχνικές του υποχρεώσεις ήρθε να προστεθεί αιφνιδίως και η παραγγελία ενός ρέκβιεμ από ανώνυμο εντολέα, την οποία ο Μότσαρτ δέχθηκε να φέρει σε πέρας για δύο λόγους: επιθυμούσε από τη μία να ασχοληθεί εκ νέου με την εκκλησιαστική μουσική και από την άλλη να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση.Ως γνωστόν, το Ρέκβιεμ δεν ολοκληρώθηκε, παρά τις προσπάθειες του συνθέτη, αφού η υγεία του είχε αρχίσει να φθίνει δραματικά (απεβίωσε τον Δεκέμβριο του 1791). Το προικισμένους δημιουργούς της εποχής του, προκειμένου αυτοί να συνθέτουν έργα για λογαριασμό του έναντι αδρού τιμήματος, τα οποία ο ίδιος παρουσίαζε ως δικά του.Όταν, λοιπόν, ο Κόμης φον Βάλζεγκ έχασε τη σύζυγό του παρήγγειλε στον Μότσαρτ, μέσω ενός αγγελιαφόρου, μια νεκρώσιμη ακολουθία που θα εμφάνιζε ως δήθεν δική του. Το ημιτελές δημιούργημα του μεγάλου δασκάλου ανέλαβαν να αποπερατώσουν οι μαθητές του Άιμπλερ και Ζίσμαϊρ. Στη συνέχεια, η σύζυγος του Μότσαρτ Κονστάντσε προώθησε την παρτιτούρα στον Κόμη φον Βάλζεγκ, που τη διηύθυνε ο ίδιος στη μνήμη της συζύγου του, τον Δεκέμβριο του 1793 στην πόλη Βίνερ-Νόυσταντ της Αυστρίας. Η πραγματικά πρώτη πλήρης εκτέλεση του έργου δόθηκε στη Βιέννη στις 2 Ιανουαρίου 1793