‘Ένα εξαιρετικό γεγονός σε ένα εξαιρετικό μέρος μια εξαιρετική στιγμή.
(Richard Wagner)
Ορισμοί των Φεστιβάλ
Ο ορισμός εννοιών όπως αυτής του φεστιβάλ δεν είναι μια διαδικασία χωρίς προβλήματα (Getz, 1991: 39-66). Υποστηρίζεται μάλιστα ότι ο πολλαπλασιασμός τους έχει κάνει τον όρο σχεδόν ανούσιο (Klaic, 2006: 54), καθώς τόσο εμπορικά δημοφιλή γεγονότα με καλλιτεχνική επίφαση όσο και αυθόρμητες εκδηλώσεις εορτασμού μιας κοινότητας μπαίνουν κάτω από την ίδια ομπρέλα.
Η ετυμολογική προέλευση του όρου παρουσιάζεται στη συνέχεια:
Festal XV. –εκ του festalis, f. festum FEAST; βλ. -AL1. Έτσι προκύπτει το festival επίθετο. XIV ουσιστικό. XVI. – εκ του – μεσαιωνικού medL. festivalis, f. L. festivus, από όπου festive XVII. festivity XIV.[1]
Τι συνιστά όμως φεστιβάλ; Κάτι εξαιρετικό, κάτι που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα. Kάτι που πρέπει να δημιουργεί ειδική ατμόσφαιρα η οποία πηγάζει όχι μόνο από την ποιότητα της τέχνης και την παραγωγή, αλλά και από την ύπαιθρο, το κλίμα μιας πόλης και την παράδοση μιας περιοχής (Isar, 1976: 131). Πρόκειται σίγουρα για μια γενική και αρκετά αφηρημένη προσέγγιση, η οποία δεν επέχει θέση ορισμού. Αντ’ αυτής θα μπορούσε να προταθεί ο ακόλουθος:
Με τον όρο Φεστιβάλ (Festival) εννοούμε την τυπική περίοδο ή το πρόγραμμα που απαρτίζεται από ευχάριστες δραστηριότητες, διασκέδαση ή εκδηλώσεις με εορταστικό χαρακτήρα και δημοσίως εξυμνεί μια ιδέα, ένα συμβάν ή ένα γεγονός (Janiskee, 1980:97). Εναλλακτικά το Φεστιβάλ ορίζεται ως:
Μια πλειάδα διαφορετικών γεγονότων, θρησκευτικών και κοσμικών, ιδιωτικών και δημόσιων, που διατηρούν την παράδοση και εισάγουν την καινοτομία, προτείνουν νοσταλγικές αναβιώσεις, παρέχουν τα εκφραστικά μέσα για την επιβίωση των περισσότερων πατροπαράδοτων εθίμων και τιμούν τη θεωρητική ή εμπειρική πρωτοποριακή πρόταση της ελίτ των καλών τεχνών (Falassi, 1987:1).
Ένας δημόσιος θεματικός εορτασμός που πραγματοποιείται συνήθως μια φορά ετησίως εντός προκαθορισμένης χρονικής περιόδου (Getz, 1991 στο D’Astous, 2006:14).
Το χρονικό διάστημα εορτασμού, ανάπαυλας και ανασύστασης, το οποίο συχνά έπεται μιας περιόδου σκληρής φυσικής εργασίας, επί παραδείγματι της σποράς ή της συγκομιδής. Το θεμελιώδες γνώρισμα αυτών των φεστιβάλ είναι ο εορτασμός ή η επικύρωση της κοινότητας ή της κουλτούρας. Το καλλιτεχνικό περιεχόμενο τέτοιων γεγονότων ποικίλει και πολλά από αυτά έχουν θρησκευτική ή τελετουργική υπόσταση, με τη μουσική, το χορό και το θέατρο να αποτελούν βασικά στοιχεία του εορτασμού (Rolfe, 1992:7).
Μια δέσμη τέχνης που μπορεί να προσφέρει διαφορετικές εμπειρίες και μια γκάμα επιλογών καθώς επίσης να διασφαλίσει την ύπαρξη της ομάδας και του ύφους της (Radbourne & Fraser, 1996:261).
Κάθε δημόσιος εορτασμός που μεταφέρει μέσω ενός καλειδοσκοπίου δραστηριοτήτων ορισμένα μηνύματα στους συμμετέχοντες και τους παρατηρητές (International Dictionary of Event Management, 2001:78).
Κάθε δημόσιο γεγονός με συγκεκριμένο θεματικό προσανατολισμό, περιορισμένης χρονικής διάρκειας, που εξυμνεί σημαντικές πτυχές του τρόπου ζωής μια κοινότητας (Douglas et al, 2001:358).
Από την ταυτόχρονη μελέτη των ανωτέρω ορισμών προκύπτει ένας κοινός παρανομαστής: τα φεστιβάλ χαρακτηρίζονται από ευθυμία. Ο όρος αγκαλιάζει οτιδήποτε υπόσχεται ανάπαυλα και απελευθέρωση από τις έγνοιες της καθημερινότητας (Meyer, 1950: 438).
Σύμφωνα, τέλος, με τον πλέον πρόσφατο ορισμό, πρόκειται για συνεκτικό σύνολο συσχετιζόμενων καλλιτεχνικών γεγονότων, που επιδιώκει να μεταφέρει την αίσθηση του εξαιρετικού γεγονότος στην τρέχουσα ροή της πολιτιστικής υπερπαραγωγής (Klaic, 2006:54). Κάθε πολιτιστικό φεστιβάλ συνιστά πολιτιστικό γεγονός, χωρίς να ισχύει κατ’ ανάγκη το αντίστροφο (Noordman, 2005).
Ιδιότητες
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των φεστιβάλ συνίστανται στα ακόλουθα:
Πηγάζουν από την κοινότητα και είναι προϊόντα της ανάγκης ή της επιθυμίας να εξυμνήσουν τη μοναδική της ταυτότητα (Douglas et al., 2001:357).
Κατά κανόνα έχουν περιορισμένη έκταση και συμμετοχή (Derrett, 2000:120).
Καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεματολογίας από τα πιο απτά (φαγητό και κρασί), μέχρι πολύπλευρους εορτασμούς (πολυπολιτιστικά φεστιβάλ – multi-cultural festivals) (Small, Edwards & Sheridam, 2005:65).
Δημιουργούν μοναδική ατμόσφαιρα που πηγάζει όχι μόνο από την ποιότητα της τέχνης και της παραγωγής, αλλά και από τη φυσιογνωμία της υπαίθρου, το περιβάλλον μιας πόλης και τις παραδόσεις μιας περιοχής (Isar, 1976:131).
Ανανεώνουν περιοδικά τον ρου τη καθημερινότητας μιας κοινότητας και επικυρώνουν τους θεσμούς της (Fallasi, 1987:3).
Επιτρέπουν στους κατοίκους να οραματιστούν εκ νέου, να δουν την περιοχή τους από διαφορετική οπτική γωνία, βελτιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ποιότητα της μεταξύ τους επικοινωνίας και εμπλουτίζοντας την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ κοινωνικών, εθνικών, ηλικιακών και πολιτιστικών υπο-ομάδων (Klaic et al., 2005:48)
Παρέχουν το πλαίσιο για εξωτερίκευση της κληρονομιάς, του φόβου, της χαράς και της ευσέβειας της ευθυμίας, του εορτασμού και της υπερβολής και της εξωτερίκευσης του χαρακτήρα και των συναισθημάτων της κοινότητας (Getz, 1989).
Έχουν την ικανότητα να παρέχουν τόσο απτά οικονομικά οφέλη, όπως πρόσθετο εισόδημα, όσο και άυλα, όπως η τόνωση της αυτοπεποίθησης της κοινότητας και η αναμόρφωση της εικόνας μιας περιοχής (Kim, Uysal & Chen, 2002:128).
Ιστορία των Φεστιβάλ
Οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως κουλτούρας και εποχής, αναγνωρίζουν την ανάγκη να αφιερώσουν χρόνο και χώρο για συλλογική δημιουργία και εορτασμό. Τα φεστιβάλ έχουν επί μακρόν αποτελέσει όχημα έκφρασης της στενής σχέσης μεταξύ ταυτότητας και περιοχής (Τurner, 1982:11), λειτουργώντας ως υποδείγματα πολιτιστικού κειμένου (Geertz,1993). Ως εκ τούτου, ο όρος φεστιβάλ χρησιμοποιείται εκατοντάδες χρόνια και καλύπτει ένα μεγάλο εύρος γεγονότων (Bowdin, Allen, O`Toole, McDonnell and Harris, 2006).
Επιχειρώντας μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του θεσμού, εντοπίζουμε την άκρη του μίτου των φεστιβάλ στην αρχαία Ελλάδα. Τα Ολύμπια, τα Ίσθμια, τα Παναθήναια, τα Δήλια, τα Πύθια, τα Διονύσια, τα Νέμεα, τα Ηραία, τα Ασκληπιεία και τα Λήναια, αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις «φεστιβάλ» της αρχαιότητας.
Τα Ολύμπια, αγώνες πεντετηρικοί (επαναλαμβανόμενοι ανά πενταετία), τελούνταν κατά το μήνα Απολλώνιο ή Παρθένιο που αντιστοιχεί στην περίοδο Ιουλίου – Αυγούστου. Διαρκούσαν αρχικά μια μέρα και περιελάμβαναν ένα αγώνισμα, τον αγώνα δρόμου ενός σταδίου. Βαθμιαία, όμως, με την προσθήκη και άλλων αγωνισμάτων, η διάρκειά τους έφτασε τις πέντε ημέρες [2]. Από το 776 π.Χ., οπότε και τελέστηκαν για πρώτη φορά, μέχρι τη δύση τους στο τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα, συνδύαζαν αρμονικά τον αθλητισμό με τις θρησκευτικές εορτές, αναγόμενα ως θεσμός εύλογα σε πρόγονο των φεστιβάλ μεγάλου θεματικού εύρους και διεθνούς εμβέλειας.
Από το 534 π.Χ., στα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια, που τελούνταν τον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα (μέσα Μαρτίου – Απριλίου) προς τιμή του θεού Διόνυσου και διαρκούσαν έξι μέρες, παρουσιάζονταν νέα δράματα (HOLND FESTIVAL, 2002).
Τα Ίσθμια[3], οι σημαντικότεροι μετά τα Ολύμπια αθλητικοί αγώνες του αρχαίου κόσμου, περιελάμβαναν επίσης αγώνες μουσικούς, κιθαρωδών, αοιδών και ποιητών, στους οποίους μετείχαν και γυναίκες, ενώ στα άλλα αγωνίσματα έπαιρναν μέρος παιδιά και έφηβοι. Τελούνταν ανά δύο χρόνια στην Ισθμία, κοντά στο ιερό του Θεού Ποσειδώνα και είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα. Τα Παναθήναια[4], η μεγαλύτερη γιορτή της αρχαίας Aθήνας σε ανάμνηση της γέννησης της θεάς Aθηνάς, διακρίνονταν σε Mεγάλα (μουσικοί και αθλητικοί αγώνες, μεγαλοπρεπής πομπή προς την Aκρόπολη και τέλεση θυσίας στο βωμό της Aθηνάς Πολιάδος ανά τέσσερα χρόνια), και Mικρά, που τελούνταν κάθε δύο χρόνια.
Τα Δήλια[5] διοργανώνονταν κάθε 5 χρόνια προς τιμή του Δήλιου Απόλλωνα, της Λητούς και της Δήμητρας. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, στη Δήλο ενώ αρχικά γινόταν μεγάλη γιορτή, αργότερα οι γυμνικοί και οι μουσικοί αγώνες καταργήθηκαν. Διατηρήθηκαν όμως οι χοροί, που έστελναν εκεί οι νησιώτες και οι Αθηναίοι. Τα Πύθια [6] τελούνταν ανά τετραετία στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς προς τιμήν της νίκης του θεού επί του δράκοντα Πύθωνα. Οι πρώτοι αγώνες ήταν μουσικοί (διαγωνισμός κιθαρωδών και αυλητών). Αργότερα, προστέθηκε αγώνας κιθαριστών, το εγκώμιο και η παντομίμα, ενώ τον 4ο αιώνα π.Χ. πιθανότατα εμφανίστηκαν οι «κυκλικοί» (ή διθυραμβικοί) και οι δραματικοί αγώνες τραγικών και κωμικών ηθοποιών. Γύρω στο 582 π.Χ., προστέθηκαν στο πρόγραμμα γυμνικά και ιππικά αγωνίσματα.
Τα Διονύσια[7] ήταν πανελλήνια γιορτή προς τιμή του Διονύσου με πολυάριθμα κέντρα (Αθήνα, Κόρινθος, Νάξος κ.α.) και περιελάμβαναν οινοποσία, κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές, διθυράμβους και φαλλοφορίες. Χωρίζονταν σε «Μικρά» ή «κατ’ αγρούς» και «Μεγάλα» ή «εν άστει». Τα μεν πρώτα γιορτάζονταν στην Αθήνα το μήνα Ποσειδώνα και περιελάμβαναν πομπές, μασκαράτες, φαλλοφορίες, δραματικούς αγώνες και συμπόσιο μετά μουσικής και χορού, ενώ τα δεύτερα το μήνα Ελαφοβολιώνα, με περιφορά του αγάλματος του θεού και φαλλοφορία, θυσία ταύρου και θεατρικούς αγώνες στο θέατρο του θεού, αγώνες διθυραμβικών χορών, στεφανηφορία του χορηγού, του ποιητή και των υποκριτών. Η μεγάλη σημασία τους δηλώνεται με την απαγόρευση της κατάσχεσης περιουσιών και την εκτέλεση οποιαδήποτε ποινής κατά τη διάρκειά τους.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα Νέμεα οργανώθηκαν για πρώτη φορά το 573 π.Χ. και διεξάγονταν κάθε δύο χρόνια, τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο, προς τιμήν του Οφέλτη. Είχαν νεκρικό χαρακτήρα, που τον φανέρωναν τα μαύρα ιμάτια που φορούσαν οι Ελλανοδίκες και το άλσος κυπαρισσιών γύρω από το ιερό του Δία[8]. Τα Ηραία[9], οι αγώνες προς τιμήν της θεάς Ήρας που διεξάγονταν στο ιερό της στην ευρύτερη περιοχή των Μυκηνών, τελούνταν ήδη από τη Γεωμετρική – Αρχαϊκή εποχή, αρχικά κάθε τρία χρόνια και στη συνέχεια κάθε πέντε, στα τέλη Ιουνίου -αρχές Ιουλίου. Οι αγώνες ήταν γυμνικοί, ιππικοί και αρματοδρομίες, καθώς και μουσικοί και δραματικοί.
Τα Ασκληπιεία[10] ήταν αγώνες προς τιμήν του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και τελούνταν ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., κάθε τέσσερα χρόνια. Κατά τη διάρκειά τους διεξάγονταν γυμνικοί αγώνες δρόμου, άλματος, δισκοβολίας, ακοντισμού, πυγμαχίας και παγκρατίου, καθώς και ιππικοί αγώνες, αρματοδρομίες, μουσικοί, ωδικοί και δραματικοί αγώνες. Τέλος, τα Λήναια[11] γιορτάζονταν στην Αθήνα το μήνα Γαμηλίωνα στο Ναό του Ληναίου Διονύσου, που βρισκόταν κοντά στο Διονυσιακό Θέατρο. Περιελάμβαναν πομπή και αγώνες τραγωδών και κωμωδών.
Οι Ρωμαίοι και ορισμένοι ανατολικοί πολιτισμοί τελούσαν εορτές σε τακτική βάση με την παράδοση αυτή να συνεχίζεται σε όλη τη χριστιανική Ευρώπη, για παράδειγμα με τα Ουαλικά eisteddfodau (που καταγράφονται για πρώτη φορά το 1176), το Ιρλανδικό φεστιβάλ για την ημέρα του Αγίου Patrick (17 Μαρτίου), και τα puys στη Νότια Γαλλία (1570) (Latham & Borwick, 2002).
Έκτοτε, τα φεστιβάλ διαδραμάτισαν καθοριστικό κοινωνικό ρόλο στη δημόσια ή την ιδιωτική, στη θρησκευτική ή την κοσμική σφαίρα. Ο σκοπός διεξαγωγής τους διαφοροποιήθηκε στο πέρασμα του χρόνου, με τους αθλητικούς αγώνες, τις θρησκευτικές τελετές, τους επινίκιους εορτασμούς και την ταφική εθιμοτυπία να θεωρούνται οι κυριότεροι λόγοι για την πραγματοποίησή τους.
Το Μεσαίωνα, τα φεστιβάλ σχετίζονταν κυρίως με την αριστοκρατική φαντασμαγορία. Κατά την Αναγέννηση διαδόθηκαν οι εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν βασιλέων και ευγενών ενώ, με αφετηρία την Ιταλία, καταγράφηκε μια τάση προς εκδηλώσεις και πομπές για τους κοινούς ανθρώπους. Στην Αγγλία, η St Cecilia’s Day (22 Νοεμβρίου) χαρακτηριζόταν από θρησκευτικές και κοσμικές μουσικές εκδηλώσεις που διοργανώνονταν στα τέλη του 17ου αιώνα (Latham & Borwick, 2002). Μεταξύ του 12ου και του 18ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη, συγκροτείται η κοινωνική συνείδηση και προσδιορίζεται η ταυτότητα του ατόμου βάσει του τόπου προέλευσής του. Την περίοδο αυτή, τα φεστιβάλ διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, καθώς εδραίωσαν την αστική ταυτότητα ως αντίδοτο στον εσωτερικό διχασμό και τις εξωτερικές απειλές, αλλά και λειτουργώντας ως μέσα ελέγχου της επικράτειας, αναδεικνυόμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο σε διακριτικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Muirr, 1997).
Η απαρχή των σύγχρονων αστικών φεστιβάλ εντοπίζεται στον 19ο αιώνα, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις το Bayreuth Festival το 1876 και το Salzburger Festpiele το 1920 (Quinn, 2005:929). Τα φεστιβάλ που διοργανώνονται αυτή την περίοδο ως επί το πλείστον εντάσσουν στο πρόγραμμά τους καλλιτεχνικά έργα υψηλής ποιότητας, τα οποία παρουσιάζουν καταξιωμένοι καλλιτέχνες σε διάσημα θέατρα και αίθουσες συναυλιών προς τέρψη των ειδημόνων (Bassett, 1993:1774).
Η πλέον καθοριστική περίοδος όσον αφορά στην καθιέρωση των φεστιβάλ στην Ευρώπη εγκαινιάζεται μετά το πέρας του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, με ένα σημαντικό αριθμό πόλεων να προχωρά στη διοργάνωση διεθνών πολιτιστικών φεστιβάλ, αποσκοπώντας στην ανανέωση τους και στη διαμόρφωση θελκτικών εικόνων για αυτές (Thundering Hooves, 2006:16). Την περίοδο αυτή κυριαρχεί το αίτημα για ανασυγκρότηση, πολιτική σταθερότητα και σφυρηλάτηση διεθνών σχέσεων μέσω της ανάπτυξης του εμπορίου και του τουρισμού, αλλά και εκδημοκρατισμό του πολιτισμού, ο οποίος δίνει νέα ώθηση στα φεστιβάλ (Klaic, 2006:54).
Στο πλαίσιο αυτό, εμφανίζονται φεστιβάλ όπως αυτά της Avignon (Γαλλία), του Εδιμβούργου (Σκοτία), του Άμστερνταμ (Ολλανδία), του Σπολέτο (Ιταλία), συνεισφέροντας σημαντικά στη συγκρότηση της πολιτιστικής υποδομής της Ευρώπης (Quinn, 2005:929). Σε χώρες με αναπτυγμένη πολιτιστική πολιτική (Γερμανία, Αυστρία κα Ιταλία) τα φεστιβάλ προέκυψαν ενίοτε ως αντίδραση στους περιορισμούς και τη δυσκαμψία των καθιερωμένων πολιτιστικών θεσμών (Frey, 1994). Σε άλλες περιπτώσεις αναπτύχθηκαν ως απάντηση των καλλιτεχνικών αναγκών που δεν ικανοποιούνταν επαρκώς σε ορισμένες περιοχές, αποκρυσταλλώνοντας τους διαθέσιμους καλλιτεχνικούς και όχι μόνο πόρους (Quinn, 2005:929).
Μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, τα φεστιβάλ αναμόρφωσαν τη γεωγραφία της Ευρώπης σε μια ενιαία και πολυσυλλεκτική πολιτιστική επικράτεια, η οποία εκτείνεται πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της διεθνούς πολιτιστικής συνεργασίας (Klaic, 2006:55).
Κατά τις δεκαετίες ’60-’70, τα φεστιβάλ καταγίνονται με τον ορισμό της έννοιας του πολιτισμού, αμφισβητώντας τη διακρίση μεταξύ υψηλής τέχνης και μαζικής κουλτούρας και σταδιακά αίροντας τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών των δύο (Quinn, 2005:930). Οι δυνάμεις που άσκησαν πίεση για επαναπροσδιορισμό των φεστιβάλ, και γενικότερα στην πολιτιστική αρένα, ήταν μέρος μιας γενικότερης κίνησης που επιζητούσε την κοινωνική αλλαγή παράλληλα με τη διαδεδομένη οικονομική ανασυγκρότηση του δυτικού κόσμου (Quinn, 2005:930). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περιόδου αποτελεί το φεστιβάλ της Avignon.
Με την έλευση του 1980, οι εθνικές και διεθνείς τάσεις που διαμορφώνουν το ρόλο της πολιτιστικής παραγωγής στην κοινωνία αλλάζουν ριζικά. Συνάδουσα με το πνεύμα της αστικής ανάπτυξης, στις αρχές της δεκαετίας αυτής, εμφανίζεται μια τάση που πολλοί χαρακτηρίζουν ως Φεστιβαλοποίηση (Festivalisation), η οποία αντικατοπτρίζει τη συμβολική μετατροπή του δημόσιου χώρου σε συγκεκριμένο χώρο πολιτιστικής κατανάλωσης (Van Elderen, 1997:126). Σπουδαίο ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση διαδραμάτισαν, επίσης, οι εξελίξεις στον τομέα της επικοινωνίας και των μεταφορών, η αλματώδης αύξηση του τουρισμού και η αναβάθμιση της παιδείας (Scottish Arts Council, 2006:16).
Σύγχρονο Πλαίσιο
Παρά την έλλειψη έγκυρων πηγών που να αναφέρονται στο πλήθος των πολιτιστικών φεστιβάλ που διεξάγονται παγκοσμίως, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ξεπερνούν αριθμητικά τα 10.000. Τα μισά από αυτά χαίρουν σε κάποιο βαθμό διεθνούς αναγνώρισης (Thundering Hooves, 2006:16). Αξιόλογο τμήμα αυτής της αγοράς κατέχουν τα πολιτιστικά φεστιβάλ που καλύπτουν διακριτά ή / και πολλαπλά καλλιτεχνικά πεδία, προβάλλουν τα τοπικά έθιμα και την ιστορία ή αφήνουν το στίγμα τους σε περιστάσεις και γεγονότα.
Τα τελευταία περίπου 15 χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση των πολιτιστικών φεστιβάλ στις πόλεις της Ευρώπης και των άλλων ηπείρων. Μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο υπολογίζεται ότι πραγματοποιούνται πάνω από 550 φεστιβάλ ετησίως, πέραν των κατά τόπους ημερήσιων φεστιβάλ που διοργανώνουν συγκεκριμένες κοινότητες και των καρναβαλιών (Rolfe, 1992, Allen & Shaw, 2001). Σύμφωνα με μια δεύτερη εκτίμηση, τα φεστιβάλ της Βρετανίας ανέρχονται σε 900 ετησίως (Jones, 1993:24).
Ζητήματα που άπτονται της πολιτικής των φεστιβάλ, του προγραμματισμού, της βιωσιμότητας, την διεύρυνσης του κοινού, της διοίκησης και των σχέσεων με τα Μ.Μ.Ε. μπορούν να ιδωθούν ως όψεις της συνολικής πολιτιστικής παραγωγής της Ευρώπης, η οποία έρχεται έτσι στο προσκήνιο της πολιτιστικής δράσης.
Η μελέτη των φεστιβάλ βρίσκεται, επομένως, στο μεταίχμιο της πολιτιστικής παραγωγής και της έρευνας της πολιτιστικής πολιτικής σήμερα στην Ευρώπη (Klaic, 2006:55). Βέβαια, ο μη κερδοσκοπικός πολιτιστικός τομέας στις δυτικές δημοκρατίες υφίσταται ραγδαίες αλλαγές και τα φεστιβάλ λόγω της εξάρτησης και της διασύνδεσής τους με την παγκόσμια πολιτιστική οικονομία είναι ευαίσθητα σε αυτές τις αλλαγές (Scottish Arts Council, 2006:8).
Στις Η.Π.Α. οι χώροι αναψυχής πολυάριθμων πόλεων έχουν κατακλυστεί από φεστιβάλ κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου και των διακοπών, με τουλάχιστον 1.000 νέα φεστιβάλ να προστίθενται στον εθνικό κατάλογο ετησίως (Janiskee, 1996:129).
Τα φεστιβάλ στην Αυστραλία, που ανέρχονται σε 1.300 περίπου (ABS,2002, 2003), εμφανίστηκαν ως τμήματα της αυστραλιανής παράδοσης (Alomes, 1985). Οι περισσότερες πρωτεύουσες της Αυστραλίας έχουν να επιδείξουν κάποιο διεθνές φεστιβάλ τέχνης, ενώ οι πόλεις της περιφέρειας χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τα φεστιβάλ τέχνης για να προβάλουν τα ταλέντα της περιοχής και να ενισχύσουν το κύρος της πόλης (Hede & Rentschler, 2007:160).
Στη Μέση Ανατολή και την Ασία τα φεστιβάλ αναπτύσσονται ως κύριοι τουριστικοί και οικονομικοί μαγνήτες και ως μέρος της στρατηγικής αναπτυξης των πόλεων οι οποίες προσπαθούν να πολιτογραφηθούν ως «παίκτες» της παγκόσμιας οικονομίας. Η Κίνα, λόγου χάρη, αναβαθμίζει τις πολιτιστικές της υποδομές ραγδαία σε πόλεις όπως η Σαγκάη, το Πεκίνο και το Χονγκ – Κονγκ, στην προσπάθειά της να κατακτήσει ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια τουριστική αγορά (Scottish Arts Council, 2006:5).
Στη Νότια Αφρική λαμβάνουν χώρα περί τα 85 φεστιβάλ ετησίως (Witepski, 2002: 52). Η υπεραφθονία αυτή επιδρά άμεσα στη βιωσιμότητα ορισμένων από αυτά, καθώς φαίνεται ότι εν τέλει οδηγεί σε μια «φεστιβαλική κόπωση», εξ αιτίας της οποίας αποδεικνύεται όχι μόνο περίπλοκη αλλά και οικονομικά ασύμφορη η επιλογή παρακολούθησης ή μη ενός φεστιβάλ (Zyl & Strydom, 2007:122).
Η ραγδαία αύξηση των φεστιβάλ υποδηλώνει την ύπαρξη μια ταχέως αναπτυσσόμενης παγκόσμιας αγοράς που έχει πολύπλευρη αιτιολογία, και περιλαμβάνει τόσο παράγοντες προσφοράς (πολιτιστικός σχεδιασμός, τουριστική ανάπτυξη και διαφοροποίηση του προσανατολισμού των δήμων) όσο και ζήτησης (αναψυχή, πρότυπα τρόπου ζωής, κοινωνικές ανάγκες και επιθυμία για απόκτηση δημιουργικών και αυθεντικών εμπειριών από ορισμένα τμήματα της αγοράς) (Prentice & Andersen, 2005:8). Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να παίζουν και τα αναβαθμισμένα μέσα επικοινωνίας, η ευκολία στις μετακινήσεις, και το σε σύγκριση με το παρελθόν υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, καθώς επίσης η διαφοροποίηση των προσεγγίσεων στο μάνατζμεντ των πόλεων, οι διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομική παραγωγή, η χρήση του πολιτισμού ως μέσου αναδιανομής του πλούτου και δημιουργίας απασχόλησης και τα αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης (Quinn, 2005:927).
Για ορισμένους, ο πολλαπλασιασμός των τοπικών φεστιβάλ δικαιολογείται εν μέρει από την εντεινόμενη επιθυμία για αναθεώρηση των τοπικών ή κοινοτικών ταυτοτήτων στο πλαίσιο της προσπάθειας αναχαίτισης της αντιλαμβανόμενης πολιτιστικής απορρύθμισης που συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση (Manning, 1983, Boissevain, 1996, De Bres & Davis, 2001, Quinn, 2003a). Για κάποιους άλλους βέβαια, μια μερίδα των φεστιβάλ, όπως τα καρναβάλια, συνιστούν εκφράσεις των παγκοσμιοποιημένων και διάσπαρτων πολιτισμών και ταυτοτήτων και γίνονται περισσότερο εμφανή πέρα από τα όρια των κοινοτήτων που τα φιλοξενούν ως επακόλουθο της εξωτερικής τους προβολής από τους διοργανωτές, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τα τουριστικά γραφεία, που συμβάλλουν στη δημιουργία παγκόσμιων φεστιβάλ (Long, Robinson & Picard, 2004:1).
Οι τοπικές αρχές θεωρούνται συντελεστής αυτής της ανάπτυξης, καθώς επιχειρούν συχνά να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στο πεδίο του τουρισμού (Richards, 1996:323) και την οικονομική ανάπτυξη που συνδέεται με τα φεστιβάλ (Rolfe,1992). Η οικονομική ανάπτυξη πηγάζει από μια σχετικά μικρή μερίδα των φεστιβάλ που λειτουργούν ως εμπορικά εγχειρήματα, από τη δράση μη κερδοσκοπικών ή κρατικών φορέων, οι οποίοι με τα φεστιβάλ που διοργανώνουν δεν αποσκοπούν στο κέρδος (Mayfield & Crompton, 1995:37) αλλά επιδιώκουν μέσω αυτών την προσέλκυση πόρων, την τόνωση «της ψυχής» της κοινότητας, την αναψυχή, την παιδεία και τον τουρισμό (Hamilton et al.,1989).
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε και στην άποψη των πολέμιων των φεστιβάλ για τους οποίους τα τελευταία στις μέρες μας δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να εμπορευματοποιούν και να προσφέρουν απλώς εμπειρίες ως συστατικό ενός μίγματος που περιλαμβάνει αισθήματα και συναίσθηματα, δράσεις και σχέσεις (Schmitt,1999). Κάποιοι μάλιστα δεν διστάζουν να ισχυριστούν ότι τα σύγχρονα φεστιβάλ προσιδιάζουν σε σούπερ – μάρκετ όπου το αγοραστικό κοινό πείθεται να αγοράσει σε χονδρική πολιτισμό και τα οποία αρχίζουν να μοιάζουν «μια από τα ίδια» (Clark, 2004: 34).
Αρνητικές επιπτώσεις τους θεωρούνται επίσης κόστη όπως αυξήσεις στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών, αυξημένο επίπεδο συνωστισμού στα καταστήματα και τους δρόμους, κυκλοφοριακή συμφόρηση και προβλήματα στη στάθμευση (Jeong & Faulkner, 1996). Σε τελική ανάλυση προκύπτει όμως ότι τα κοινωνικά οφέλη των φεστιβάλ υπερτερούν σε σχέση με τα κοινωνικά κόστη, κυρίως λόγω της περιορισμένης χρονικής τους διάρκειας (Gursoy et al, 2004:177).
Τάσεις
Εξετάζοντας την ανάπτυξη των φεστιβάλ διεθνώς, παρατηρούμε τις εξής τάσεις:
Μετάβαση από τη θεώρηση των φεστιβάλ ως μεμονωμένων ατραξιόν στην ένταξή τους σε μια ολοκληρωμένη πρόταση στρατηγικής μάρκετινγκ προορισμών
Θεώρηση των φεστιβάλ από μια οπτική γωνία ή από ένα συνδυασμό οπτικών γωνιών, με έμφαση στην τέχνη, την αστική ανάπτυξη και τις δημιουργικές πόλεις
Πολλαπλασιασμός των εξειδικευμένων διοργανωτών φεστιβάλ και των διεθνών οργανώσεων
Σταθερή αύξηση των μεγάλων πολιτιστικών γεγονότων (Πολιτιστική πρωτεύουσα, θεματικά έτη, ειδικές εκθέσεις κ.λ.π.) παράλληλα με την εισαγωγή νέων επαναλαμβανόμενων φεστιβάλ
Μείωση, με ορισμένες εξαιρέσεις, της κρατικής χρηματοδότησης των φεστιβάλ διεθνώς, συγκριτικά με άλλες πηγές χρηματοδότησης (χορηγία, πωλήσεις εισιτηρίων, πωλήσεις εμπορευμάτων κ.λ.π.) (Scottish Arts Council, 2006:18).
Ενδιαφέρον για περιβαλλοντικές επιπτώσεις των φεστιβάλ και την εφαρμογή φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών[12].
Επιτυχία και Αποτυχία
Τι συνιστά επιτυχία και τι αποτυχία για ένα φεστιβάλ; Ποιοι παράγοντες τις καθορίζουν;
Η επιτυχία ενός φεστιβάλ έγκειται στην επίτευξη και διατήρηση μιας κατώτερης ποιότητας προκειμένου να διασφαλιστεί η αξία της επωνυμίας του (Scottish Arts Council, 2006:9) και χτίζεται με τον συνδυασμό εμπνευσμένου οράματος, ισχυρής δημιουργικής διαδικασίας, αποτελεσματικής ηγεσίας και διοίκησης, ευρηματικής επικοινωνίας και μάρκετινγκ και ανάληψης κινδύνου (Scottish Arts Council, 2006:17). Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην προσφορά υψηλής ποιότητας, ικανοποιητικών εμπειριών που αξιολογούνται από τους επισκέπτες προκειμένου να υπάρχει αυξημένη πιθανότητα επαναλαμβανόμενων επισκέψεων και σύστασης στο φιλικό τους περιβάλλον (Lee, Petrick & Crompton, 2007:402).
Οι μάνατζερ μάλιστα των πλέον επιτυχημένων φεστιβάλ διατείνονται ότι το κύριο προϊόν τους δεν έχει υποστεί σημαντική διαφοροποίηση με την πάροδο του χρόνου (Klaic, Bollo & Bacchella, 2005:6). Ως εκ τούτου, επιτυχημένα φεστιβάλ θεωρούνται εκείνα που ανθίστανται στη φθορά του χρόνου και μπορούν να προσαρμόζονται στο σταθερό ή δυναμικό περιβάλλον της πόλης στην οποία πραγματοποιούνται (Scottish Arts Council, 2006:17).
Παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχία ενός φεστιβάλ σύμφωνα με τους ειδικούς θεωρούνται: οι ηγετικές ικανότητες των διοργανωτών, η εστίαση σε συγκεκριμένο στόχο, η ανάπτυξη σχέσεων με την κοινότητα, η διαδικασία λήψης αποφάσεων, οι μέθοδοι και οι πηγές χρηματοδότησης και η ιστορία του (Ensor, Robertson & Knight, 2007:233).
Στην κορυφή της επιτυχίας κατατάσσονται τα φεστιβάλ εκείνα που παράγουν το δικό τους πολιτιστικό κεφάλαιο, το οποίο υπολογίζεται βάσει των παραγωγών και των προγραμμάτων, της προσέλκυσης πολιτιστικά ετερόκλητων κατηγοριών κοινού, της θεμελίωσης νεόδμητων ή της ανακαίνισης υφιστάμενων υποδομών για παραστατικές και εικαστικές τέχνες και της ανακάλυψης εξαιρετικών συνδυασμών ή ταλέντων (Scottish Arts Council, 2006:17). Για τα πολιτιστικά φεστιβάλ διεθνούς εμβέλειας, η αξιολόγηση δεν γίνεται με βάση το πλήθος των επισκεπτών, αλλά βάσει του αντίκτυπού τους στους ειδικούς και τους διαμορφωτές γνώμης (Scottish Arts Council, 2006:17). Η επιτυχία ενός φεστιβάλ μεταφράζεται επίσης και ως βαθμός ανταπόδοσης στους χορηγούς, την κοινότητα και εν γένει τον τόπο διεξαγωγής του (Dimmock & Tiyce, 2001:364).
Όσον αφορά πάντως το κοινό ενός φεστιβάλ υποστηρίζεται ότι η αφοσίωση του σε αυτό συσχετίζεται με το βαθμό ικανοποίησής του όσον αφορά τις εξής διαστάσεις: περιεχόμενο προγράμματος, συμπεριφορά προσωπικού, διαθεσιμότητα και ποιότητα των εγκαταστάσεων, ικανοποίηση από το φαγητό, ποιότητα και διαθεσιμότητα σουβενίρ, ευκολία και διαθεσιμότητα πληροφοριών (Lee, Lee, Lee & Babin, 2008:63).
Ο χαρακτηρισμός ως αποτυχημένου ενός φεστιβάλ μπορεί να υποδηλώνει μια σειρά από διαφορετικές καταστάσεις, οξείας, μέσης ή ήπιας μορφής. Η οξύτερη εκδοχή αντιστοιχεί στον αφανισμό του, με την αναβολή της διεξαγωγής του και την αντιμετώπιση μιας σημαντικής κρίσης να έπονται και την επανέναρξή του κατόπιν προσωρινής διακοπής να βρίσκεται στο άλλο άκρο (Getz, 2002:210-211). Αδιαμφισβήτητα το εύρος των προβλημάτων και των αιτίων αποτυχίας είναι μεγάλο, με την οικονομική δυστοκία να έχει σημαντικό προβάδισμα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Τα σύγχρονα φεστιβάλ θεωρούνται επίσης προβληματικά στην περίπτωση που ο σκοπός και η διατηρισιμότητά τους δεν αφορά τον ημερολογιακό κύκλο των σταθερών γιορτών (Evans, 2001:236).
Η αποτυχία ενός φεστιβάλ μπορεί να προέλθει από ανεπαρκή προσαρμογή στο περιβάλλον του, όπως στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιο φεστιβάλ δεν καταφέρνει να προσελκύσει το ενδιαφέρον και την υποστήριξη της τοπικής κοινότητας λόγω πολιτιστικού χάσματος, έλλειψης συνδετικών κρίκων και διοικητικής αναποτελεσματικότητας (Getz, 2002:213). Ως σημαντικό εμπόδιο προβάλλεται συχνότατα η οικονομική δυστοκία, αλλά που αποδεικνύεται αρκετά συχνά αποδεικνύεται σύμπτωμα παρά αίτιο. Βέβαια, υπό την προϋπόθεση της ικανοποιητικής χρηματοδότησης πολλά προβλήματα και ενίοτε κρίσεις μπορούν να αποφευχθούν ή να μην αποτελέσουν αντικείμενο ιδιαίτερου προβληματισμού (Getz, 2002:211).
Τα φεστιβάλ γνωρίζουν πράγματι σημαντική αύξηση σε παγκόσμια κλίμακα (Lee, Lee & Wicks, 2004:61) και θεωρούνται εύλογα η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μορφή των τουριστικών θεαμάτων (Crompton & McKay, 1997, Getz, 1991, 1993, 1997, Thrane, 2002), αλλά και ένα νέο κύμα εναλλακτικού τουρισμού, το οποίο συμβάλλει στην αειφόρο ανάπτυξη και βελτιώνει τη σχέση μεταξύ οικοδεσπότη και επισκέπτη (Getz, 1991). Αποτελούν πρωταρχικές εκφράσεις της οικονομίας της εμπειρίας (Pine & Gilmore, 1999), στιγματίζοντας τη μνήμη και συνεισφέροντας στην τοπική οικονομία, προσφέροντας ευκαιρίες για διασκέδαση και αναψυχή (Long & Perdue, 1990) και παράγοντας πολλά άλλα αποτελέσματα (Robertson, Chambers & Frew, 2007:99).
Παρά όμως τον πολλαπλασιασμό των φεστιβάλ που πραγματοποιούνται στον πλανήτη, παρατηρείται σημαντική υστέρηση σε όρους μάνατζμεντ και αδυναμίες ως προς τη χρήση ακριβών μεθόδων μέτρησης και επιστημονικών μελετών (Getz & Frisby, 1988). Στην πλειοψηφία τους τα άρθρα που έχουν γραφεί είναι περιγραφικά ως προς τη φύση τους, επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για νέο και αναπτυσσόμενο ερευνητικό κλάδο (Formica, 1998:135). Παρότι, βέβαια, το ενδιαφέρον για τη διερεύνηση των πολιτιστικών φεστιβάλ αυξάνεται (Backman, Backman, Uysal & Sunshine, 1995, Crompton & McKay, 1994, Formica & Murrmann, 1998, Formica & Uysal, 1996, Gartner & Holecek, 1983, Kim, Scott, Thigpen & Kim, 1998, Scott, 1996, Thrane, 2002, Uysal, Backman, Backman & Pots, 1991, Uysal, Gahan & Martin, 1993, Uysal & Gitelson, 1994, Walo, Bull & Green, 1996) καθώς η θεματική περιοχή των γεγονότων αναπτύσσεται και ωριμάζει, μέχρι σήμερα το πλήθος των ερευνών παραμένει περιορισμένο (Williams & Bowdin, 2007:187).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς προπορεύονται ως προς το πλήθος των επιστημονικών άρθρων που αφορούν στα φεστιβάλ, ενώ η Ευρώπη και η Ασία λόγω της μακροχρόνιας διασύνδεσής τους με τον πολιτισμό έχουν εξαιρετικές δυνατότητες ανάπτυξης (Formica, 1998:136). Τα δε φεστιβάλ της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και της Μέσης Ανατολής δεν τυγχάνουν ιδιαίτερου ενδιαφέροντος (Formica, 1998:136, Tassiopoulos, 2005).
Σε μια πρώτη προσπάθεια αναζήτησης των όρων και των εννοιών που σχετίζονται με την τεκμηρίωση των φεστιβάλ εντοπίζουμε την αυθεντικότητα, την επανάληψη, την ανάμνηση, την εικόνα, τον κίνδυνο, το πάθος, τη γνώση και την εμπορική εκμετάλλευση (Robertson, Chambers & Frew, 2007: 99).
Τα φεστιβάλ ποικίλλουν σημαντικά σε όρους τοποθεσίας, στόχων, περιεχομένου και σκοπών (Kim, Uysal & Chen, 2002:128). Οι παράμετροι αυτές καθιστούν επιτακτικό το λεπτό χειρισμό όσον αφορά στον προσδιορισμό των δεδομένων, τις μεθόδους συλλογής τους και τις μεθόδους εκτίμησης των επιδράσεων και αξιολόγησης των χαρακτηριστικών της αγοράς που θα χρησιμοποιηθούν για την καταγραφή των οικονομικών, κοινωνικών και διοικητικών επιδράσεων των φεστιβάλ (Uysal & Gitelson, 1994).
Έτσι λοιπόν, το σύνθετο αυτό πεδίο έρευνας προσεγγίζεται από διαφορετικές οπτικές γωνίες:
την κοινωνιoλογική (Manning, 1983, Tomlinson, 1986, Van Esterik, 1982, Wilson & Udall, 1982,Turner, 1982, Rao, 2001)
την οικονομική (Crompton & McKay, 1997, Gartner & Holecek, 1983, Kim et al, 1998, Thrane, 2002, Walo et al., 1996, Uysal & Gitelson, 1994)
της συμμετοχής στην αναψυχή (Getz, 1988, McCannell, 1976, Pearce, 1982)
της κοινωνικής ανάπτυξης (Getz & Frisby, 1988, Janniskee & Drews, 1998)
της τουριστικής βιομηχανίας (Mitchell & Wall, 1989, Mules, 1998, Syme et al., 1989)
των κινήτρων παρακολούθησης (Backman et al, 1995, Crompton & McKay, 1997, Formica & Murmann, 1998, Formica & Uysal, 1996, Nicholson & Pearce, 2001, Mohr et al., 1993, Scheneider & Backman, 1996, Scott, 1996, Uysal et al, 1993).
[1]The Concise Oxford Dictionary of English Etymology. Ed. T. F. Hoad. Oxford University Press, 1996. Oxford Reference Online. Oxford University Press
[2] http://www.britannica.com/bcom/eb/article/7/0,5716,114967+2+108497,00.html
[3] http://culture.ana.gr/refer.php?id=1154&pid=375
[4] http://media.yen.gr/atlas/glossari.asp?id_gr=147
[5]http://thesaurus.iema.gr/thesaurus_a.php?lang=el&alpha=name&i=%C4%DE%EB%E9%E1
[6] http://www2.fhw.gr/olympics/ancient/gr/otherg_pithia.html
[7] http://pantheon.20m.com/mdionysia.htm
[8] http://www2.fhw.gr/olympics/ancient/gr/otherg_nemea.html
[9] http://www2.fhw.gr/olympics/ancient/gr/otherg_irea.html
[10] http://www2.fhw.gr/olympics/ancient/gr/otherg_asklip.html
[11] http://pantheon.20m.com/lhnaia.htm
[12] http://www.agreenerfestival.com/summary.htm