ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)
Συμφωνία αρ. 4 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 60
- Adagio – Allegro vivace
- Adagio
- Allegro vivace
- Allegro ma non troppo
Για τον σημερινό ακροατή των συμφωνιών του Μπετόβεν η συμφωνική μεγαλοπρέπεια και η από πολλές απόψεις καινοτόμος διάθεση της Τρίτης και της Πέμπτης Συμφωνίας αναπόφευκτα τείνουν να σκιάσουν τη σημασία και τον μουσικό πλούτο της Τέταρτης. Πάντως, ήδη από την εποχή του συνθέτη η Τέταρτη Συμφωνία αποτέλεσε ένα παραμελημένο έργο. Αλλά προς το τέλος πια της ζωής του Μπετόβεν, όταν οι σύγχρονοί του άρχιζαν να εξοικειώνονται με την καινοφανή διεύρυνση των ορίων της μουσικής χάρη στα τελευταία έργα του, άλλαξε και η αντιμετώπιση προς την Τέταρτη, με αποτέλεσμα αρκετοί κριτικοί να θεωρούν πως «δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν το βαθύ, δυναμικό πνεύμα αυτού του έργου». Στον 20ό αιώνα πλέον, ο διάσημος αρχιμουσικός Γιόζεφ Κριπς θα γράψει συνοπτικά: «θεωρώ την Τέταρτη Συμφωνία ως τον τρόπο του Μπετόβεν να πει το Ναι στη Ζωή».
O Μπετόβεν συνέθεσε την Τέταρτη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1806 κατά την παραμονή του στο παλάτι του κόμη Φραντς φον Όπερσντορφ, στον οποίο και την αφιέρωσε. Η χρονιά εκείνη ήταν άκρως γόνιμη για το συνθέτη, αφού ολοκλήρωσε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του, όπως το τέταρτο κοντσέρτο για πιάνο, τo κοντσέρτο για βιολί και τρία κουαρτέτα εγχόρδων αφιερωμένα στον κόμη Ραζουμόφσκυ. Η πρεμιέρα της Τέταρτης δόθηκε στις 7 Μαρτίου 1807 σε μία ιδιωτική συναυλία στο παλάτι του πρίγκιπα Φραντς Γιόζεφ φον Λόμπκοβιτς στη Βιέννη.
Η ενορχήστρωσή της είναι η πιο λιτή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες συμφωνίες υπακούοντας σε μία αισθητική πιο κοντά στην κλασική συμφωνική παράδοση του 18ου αιώνα. Η χαρακτηριστική μπετοβενική δραματικότητα με τα «τρικυμιώδη πάθη», που πάντα συνταράζουν, δίνει εν προκειμένω τη θέση της στην ευθυμία, την εκλεπτυσμένη χάρη και την τρυφερότητα. Το πρώτο μέρος ανοίγει με μία αργή εισαγωγή, γεμάτη μυστήριο και συμπυκνωμένη διανοητική ενέργεια, που ξεσπά με το πέρασμα στο γρήγορο κυρίως τμήμα. Γραμμένο σε μία τυπική φόρμα σονάτας, έρχεται με τα ορμητικά και ανέμελα θέματά του σε έντονη αντίθεση με τη σκοτεινή διάθεση της εισαγωγής. Η δομή του αργού, λυρικού δεύτερου μέρους είναι μία ιδιοφυής πρόσμειξη της κανονικής φόρμας σονάτας και της «σονάτας χωρίς ανάπτυξη», δομής πολύ συνήθους στα αργά μέρη έργων του Μότσαρτ. Το μέρος τελειώνει με μία σύντομη καταληκτική ενότητα (coda), που περιλαμβάνει και μία γραμμένη καντέντσα για το κόρνο, τα βιολιά, το κλαρινέτο και το φλάουτο. Το τρίτο μέρος ολόκληρο (κυρίως τμήμα και ενδιάμεσο τρίο) επαναλαμβάνεται αυτούσιο, ενώ κατόπιν το κύριο τμήμα επανεμφανίζεται μία τελευταία φορά δίνοντας έτσι μία αίσθηση ολοκλήρωσης. Αντί δηλαδή της συνήθους δομής του μενουέτου ΑΒΑ, η δομή εδώ είναι ΑΒΑΒΑ. Στο εξωστρεφές και δεξιοτεχνικό φινάλε (σε φόρμα σονάτας) παρά τη λειτουργική πρωτοκαθεδρία των δύο κυρίως θεμάτων, το ενδιαφέρον εστιάζεται σε ένα γρήγορο πέρασμα δεκάτων έκτων (σαν ένα moto perpetuo θα έλεγε κανείς), που διέπει ουσιαστικά όλο το μέρος, εκτιθέμενο ως επί το πλείστον από τα πρώτα βιολιά, αλλά περνώντας αποσπασματικά και σε άλλες οικογένειες.