κριτική της Τούλας Ρεπαπή Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ είναι ένας διακεκριμένος νομικός, που ζει στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Είναι επίσης και διάσημος συγγραφέας. Μέσα στα βιβλία του έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με τους νόμους. Στο πολυδιαβασμένο βιβλίο του με τον τίτλο Διαβάζοντας στη Χάννα (μτφρ. Ιάκωβος Κοπερτί, Εκδόσεις Κριτική, 1999), είδαμε τη δίκη της Χάννα, όπου, με προειλημμένες θέσεις απέναντι στις κατηγορούμενες, ένα κράτος εξέφραζε τις ενοχές του απέναντι στη διεθνή κοινωνία, θέλοντας να κερδίσει τις εντυπώσεις μέσα από τα θύματά του. Με το τεράστιο θέμα της συλλογικής ενοχής και της απονομής δικαιοσύνης που διαπερνά ακόμα και σήμερα τη γερμανική κοινωνία, ο συγγραφέας έθετε και έναν δεύτερο άξονα. Αυτόν της προσωπικής περιχαράκωσης. Δηλαδή, αυτό που θεωρείται μύχιο και ιερό και που ο υπαρξισμός του Σλινκ πρότεινε την καταδίκη της Χάννα, παρά να το γνωστοποιήσει. Αν το μυστικό της αυτό γινόταν γνωστό, η υπεράσπιση θα διέπραττε μία αθώωση-βιασμό. Ωστόσο, αν και ο συγγραφέας άλλοτε δίκαζε και άλλοτε συνηγορούσε, στην αίθουσα εκείνου του δικαστηρίου καταδικάζονταν όλοι. Ο έρωτας, το κράτος, οι πολίτες, οι νόμοι, οι ενοχές.
Αργότερα, στο βιβλίο του με τον τίτλο Ερωτικές αποδράσεις (μτφρ. Ιάκωβος Κοπερτί, Εκδόσεις Κριτική, 2000), τον είδαμε να αποτυπώνει τη μετανάστευση/διασπορά των νέων της Γερμανίας στα διάφορα κράτη, διαπιστώνοντας πως ακόμη και εκεί κουβαλούσαν το κοινωνικό στίγμα της γερμανικής τους καταγωγής. Και ο Μπέρνχαρντ Σλινκ, κρίνοντας αυτές τις κοινωνίες στις οποίες εγκαταστάθηκαν, κραυγάζει μέσα από το βιβλίο του: «Μέχρι εδώ! Δεν είναι ένοχη για το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας και η τρίτη γενιά». Ο συγγραφέας, με γοητεία στη γραφή, απλώνει την ιστορία του μέσα από πολλά μικρά κεφάλαια. Προσθέτει συνεχώς νέα στοιχεία, που σαν ψηφίδες ολοκληρώνουν εικόνες και συλλογισμούς όλο ομορφιά και ενδιαφέρον. Ως άνθρωπος, δε, των πόλεων, αφήνει να φανεί η γοητεία που του ασκούν και, χαρτογραφώντας τες λεκτικά, εντοπίζει τις διαφορές τους, τις αποκωδικοποιεί και προβάλλει την ομορφιά τους. Τώρα, στο βιβλίο του με τον τίτλο Η γυναίκα στη σκάλα, ένας φιλόδοξος και ταλαντούχος δικηγόρος, ο οποίος από αντίδραση δεν έγινε δικαστής, είναι ο αφηγητής. Παράλληλα, είναι και ένας από τους ήρωες. Βρίσκεται στην Αυστραλία για τη νομική κάλυψη συγχώνευσης εταιρειών. Εκεί, επισκέπτεται μια έκθεση ζωγραφικής και μένει έκπληκτος όταν αντικρίζει τον πίνακα του Καρλ Σβιντ Η γυναίκα στη σκάλα. Πάραυτα, ένα πλήθος συναισθημάτων τον κατακλύζει, όπως και χιλιάδες ερωτηματικά. Πώς από τη Γερμανία βρέθηκε ο πίνακας αυτός εκεί; Πού βρίσκεται η Ιρέν, που ποζάρισε για τον πίνακα; Πού χάθηκε ο ζωγράφος Καρλ Σβιντ και τι απέγινε ο κάτοχος του πίνακα αυτού και σύζυγος της Ιρέν, Γκούντλαχ;Πολλά χρόνια νωρίτερα, ο ζωγράφος Καρλ Σβιντ τον είχε επισκεφθεί με τη σύντροφό του, Ιρέν, στο δικηγορικό του γραφείο στη Φρανκφούρτη. Του ζητούσε να αναλάβει νομικά την υπόθεση που αφορούσε τον πίνακά του Η γυναίκα στη σκάλα. Ο πίνακας αυτός είχε γίνει κατά παραγγελία του Γκούντλαχ και απεικόνιζε μια γυμνή γυναίκα, η οποία κατέβαινε μια σκάλα. Η γυναίκα αυτή ήταν η σύζυγος του Γκούντλαχ. Όταν τελείωσε ο πίνακας, η Ιρέν έφυγε με τον Καρλ και ο πίνακας έμεινε στο σπίτι με τον ιδιοκτήτη του. Τώρα όμως διάφορες συνεχόμενες φθορές, που ο ιδιοκτήτης προκαλούσε στον πίνακα, ανάγκαζαν τον Σβιντ να απασχολείται με τον πίνακα αυτόν συνεχώς διορθώνοντάς τον, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δουλέψει κάποιον άλλον. Σαν να του κατάπινε την έμπνευση. Παράλληλα, βέβαια, του στερούσε εισοδήματα. Με αυτόν τον υπόγειο τρόπο, ο Γκούντλαχ εκδικούνταν τον Σβιντ φέρνοντάς τον συνεχώς αντιμέτωπο και ό,τι είχε διαμειφθεί μεταξύ τους.Όμως, αυτές οι τρεις-τέσσερις φορές που ο Σβιντ με την Ιρέν τον επισκέφθηκαν στο γραφείο του, στάθηκαν αρκετές για τον αφηγητή μας να αισθανθεί σφοδρό έρωτα και να θέλει να την αρπάξει και από τους δύο. Να φύγουν μακριά. Να ζήσει μαζί της.Ποια ήταν αυτή η Ιρέν που έκανε τρεις άνδρες να είναι τρελά ερωτευμένοι μαζί της; Τι ενσάρκωνε για καθέναν από αυτούς; Ποια ήταν η γοητεία που τους ασκούσε; Μήπως για τον έναν ήταν το τρόπαιο, για τον άλλον η μούσα και για τον τελευταίο, τον αφηγητή, ήταν η πριγκίπισσά του;Ύστερα από πολλές εσκεμμένες «πληγές» που διόρθωσε στον πίνακα ο Σβιντ, κάνει μια συμφωνία με τον Γκούντλαχ –βάσει ενός συμβολαίου που συνέταξε ο αφηγητής– ο ζωγράφος να επιστρέψει τη μούσα του στον σύζυγό της και να πάρει πίσω την τέχνη του. Τον πίνακά του. Ορίζεται μια γέφυρα για την ανταλλαγή. Μια γέφυρα –σαν αυτήν που ανταλλάσσουν πολιτικούς κρατουμένους ή φυλακισμένους– για να αποδοθεί και να γεφυρωθεί το δίκαιο ενός εκάστου. Όμως, τι θέση είχε η Ιρέν, η γυναίκα, το τρόπαιο, η μούσα, η πριγκίπισσα, στη συμφωνία τους αυτή; Του αντικειμένου; Θα αποφάσιζαν αυτοί για το πού θα πάει και σε ποιον θα ανήκει; Τι συνέβη κατά την ανταλλαγή αυτή;Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και τώρα ο ήρωάς μας αναρωτιέται: Πού να βρίσκονταν, άραγε, ο Γκούντλαχ και ο Σβιντ; Τι να είχαν απογίνει; Η Ιρέν πού ήταν; Και ο πίνακας πώς βρέθηκε στην Αυστραλία; Ποιος τον έφερε; Ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης του πλέον; «Έργο δανεισμένο» έγραφε μια ταμπέλα δίπλα του. Κανείς από την πινακοθήκη δεν ήξερε να δώσει στοιχεία για τον πίνακα. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αιτία που ο αφηγητής κατέφυγε σε μια εταιρεία ερευνών. Τους ανέθεσε να του φέρουν αυτές τις απαντήσεις. Ακόμη και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, κάτι σιγόκαιγε μέσα του για την Ιρέν.Ο πίνακας του Γκέρχαρντ Ρίχτερ Έμα. Γυμνό στη σκάλα, στο γραφείο του συγγραφέα Μπέρνχαρντ Σλινκ, τον εμπνέει και γράφει αυτή την παράξενη και ασυνήθιστη ιστορία. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, ο αφηγητής βρίσκεται στην Αυστραλία, όπου εισάγει τον αναγνώστη στην υπόθεση και τα πρόσωπα του έργου. Συγχρόνως, αφήνει να πλανιέται ένα μυστήριο για την τύχη όλων. Ακόμη και του πίνακα. Στο δεύτερο μέρος, δίνονται όλα τα στοιχεία τα οποία τον οδηγούν στην Ιρέν. Και τέλος, στο τρίτο μέρος, όπου όλα συνδέονται, άνθρωποι και γεγονότα, για να δοθεί το τέλος.Πολλά προσωπικά στοιχεία από την επαγγελματική σταδιοδρομία του συγγραφέα «ντύνουν» την προσωπικότητα του αφηγητή, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μην ξεχωρίζει τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα. Έτσι, ο ήρωας/αφηγητής έχει τη δυνατότητα να αναλύει όλες τις πτυχές και αναγνώσεις που μπορεί να έχει η αλήθεια. Αλλού, αποδίδει ευθύνες και αλλού υπερασπίζεται, χωρίς να γίνεται ευδιάκριτο ή σαφές τι υπερασπίζεται αλλά και τι ακριβώς δικάζει. Μήπως δικάζει τον έρωτα που γίνεται έμπνευση και παράγει τέχνη; Μήπως, τον δημιουργό που η κτητικότητά του ξεπερνά το έργο και προεκτείνεται στη μούσα; Μήπως, τη μούσα που παρήγαγε τέχνη και τον έρωτα που ενέπνευσε, αλλά και ένιωσε και η ίδια για τον δημιουργό; Ή μήπως τον χρηματοδότη που πλήρωσε για να συμβούν όλα αυτά; Ταυτόχρονα, ένα ερωτηματικό ορθώνεται: Σε ποιον ανήκει ο πίνακας; Και τελικά, πληγώνεται ένας πίνακας ή μήπως πληγώνονται οι άνθρωποι; Ή μήπως και η τέχνη;
Ο συγγραφέας, με γοητεία στη γραφή, απλώνει την ιστορία του μέσα από πολλά μικρά κεφάλαια. Προσθέτει συνεχώς νέα στοιχεία, που σαν ψηφίδες ολοκληρώνουν εικόνες και συλλογισμούς όλο ομορφιά και ενδιαφέρον. Ως άνθρωπος, δε, των πόλεων, αφήνει να φανεί η γοητεία που του ασκούν και, χαρτογραφώντας τες λεκτικά, εντοπίζει τις διαφορές τους, τις αποκωδικοποιεί και προβάλλει την ομορφιά τους.Η ζωή –ο μεγάλος πρωταγωνιστής– στο βιβλίο του αυτό αποτυπώνεται σαν μια θεατρική παράσταση, όπου οι ήρωες αδυνατούν να ελευθερωθούν από το παρελθόν τους. Όλα όσα στερήθηκαν, κέρδισαν και έχασαν –ήττες και νίκες– γίνονται ιστορίες που πλάθει και αφηγείται τα βράδια στην Ιρέν – έτσι όπως ακριβώς διάβαζε στη Χάννα. Της διηγείται μια ζωή που δεν έζησαν και πώς θα ήταν αν ζούσαν τη μια ή άλλη εκδοχή της. Και, μέσα από αυτή την αφήγηση, βλέπει, σαν κινηματογραφική ταινία, τη δική του ζωή. Βλέπει τα λάθη του και τις στιγμές που από βιασύνη έχασε. Στα «στασίματά» του, τέχνη και άνθρωποι κρίνονται συνεχώς, ενώ η ζωή κυλώντας διαφεύγει. Οι δύο ήρωές μας μοιάζει σαν να στάθηκαν για χρόνια στο ίδιο σκαλί μιας σκάλας που την κατέβαιναν άλλοτε μόνοι και άλλοτε μαζί. Τη μία και μοναδική σκάλα, αυτήν της ζωής. Ο συγγραφέας, ανθρώπινος και τρυφερός μέσα από αυτόν τον απολογισμό, αφήνει τη ζωή να προβάλλει και σαν ένα σύνολο από πινελιές, οι οποίες συνδέουν τους ανθρώπους στο ταμπλό που μόνο η ίδια μπορεί και ζωγραφίζει. Συγχρόνως, είναι ευδιάκριτη η πάλη μεταξύ του δίκαιου και του άδικου, το οποίο απονέμει ο συγγραφέας με τέχνη και πειστικότητα πότε στον έναν και πότε στον άλλον, αφήνοντας πολλάκις μετέωρο τον αναγνώστη με ποιου το δίκαιο να συνταχθεί. Ακόμη και η ίδια η τέχνη δικάζεται, προβάλλοντας την αιωνιότητά της σε αντίθεση με το πρόσκαιρο του έρωτα. Την ίδια στιγμή, ένα ερωτηματικό αιωρείται στις σελίδες: Υπάρχει δικαιοσύνη; Ή μήπως άραγε είναι τέχνη και η απονομή του δικαίου και του αδίκου;
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ, με την τόσο γνωστή πολυεπίπεδη γραφή του, στο βιβλίο Η γυναίκα στη σκάλα στρέφει και πάλι το βλέμμα του αναγνώστη στην καλή γερμανική λογοτεχνία. Το ξεχωριστό πνεύμα και στιλ του διατηρείται, κάνοντας αναγνωρίσιμη τη γραφή του στον εξοικειωμένο με τα κείμενά του αναγνώστη: αυτό είναι μια πρόσθετη αξία, την οποία μόνο ένας καλός μεταφραστής μπορεί να επιτύχει – εν προκειμένω, ο Απόστολος Στραγαλινός.Η γυναίκα στη σκάλα Bernhard Schlink μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός Κριτική 272 σελ.