Peter Maxwell Davis To μουσικό θέατρο στα άκρα
Vesalii Icones και Miss Donnithorn’s Maggot
Δύο αναπάντεχα, προκλητικά έργα σε χορογραφία-σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου, με το Ergon Ensemble, σε μουσική διεύθυνση του Kasper de Roo
Καλλιτεχνική Επιμέλεια: Αλέξανδρος Μούζας
Σολίστ: Άρτεμις Μπόγρη (Μις Ντόνιθορν), Τάσος Καραχάλιος, χορευτής.
Τρίτη 11, Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου, στις 8 μμ
Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
Η παράσταση απευθύνεται σε ενήλικες.
Δεν συνιστάται για ηλικίες κάτω των 16 ετών
Το μουσικό θέατρο του Sir Peter Maxwell Davis έρχεται από την οργιώδη δεκαετία του 60 και είναι μια τολμηρή πρόκληση στον συντηρητισμό της αγγλικής μουσικής σκηνής της εποχής, ένα πρωτοποριακό θέατρο σε παταγώδη και αναιδή τόνο. Προτείνει στον θεατή να περιμένει τα πάντα, θαρραλέος και έτοιμος να βουτήξει στα βαθιά, να το κοιτάξει με την ένταση και την έξαρση που του αναλογεί.
Το Μέγαρο Μουσικής, γιορτάζοντας τα 80 χρόνια του σερ Πήτερ Μάξγουελ Ντέιβις, παρουσιάζει δύο έργα του ελάχιστα γνωστού στο ελληνικό κοινό Βρετανού συνθέτη, έργα που έρχονται από μια εποχή αχαλίνωτου πειραματισμού, όταν το πνεύμα του Swinging London ζευγάρωσε με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Ο συνδυασμός των δύο έργων σε μια παράσταση δίνει στο Ergon Ensemble τη δυνατότητα να δει με μια φρέσκια ματιά τη σχέση του με τη σύγχρονη μουσική και η επιλογή των σολίστ και του πάντα δημιουργικού Κωνσταντίνου Ρήγου, υπόσχονται ένα θέαμα αιφνιδιαστικό, μια λοξή απόλαυση αυτών των απροσδόκητων και μοναδικών μουσικών αριστουργημάτων.
Οι Εικόνες του Βεσάλιου – μουσικό έργο για χορευτή, σόλο τσέλο και ενόργανο σύνολο – από τα πιο σημαντικά μικρής κλίμακας έργα μουσικού θεάτρου, έχουν 14 μέρη που συνδέονται νοηματικά μεταξύ τους και αναφέρονται στις 14 Στάσεις του Σταυρού. Ο χορευτής αναπαριστά τις Στάσεις του ρωμαιοκαθολικού τυπικού και ταυτόχρονα αναφέρεται στις στάσεις των σωμάτων στις ανατομικές ξυλογραφίες που κοσμούσαν την πραγματεία του Φλαμανδού, Ανδρέα Βεσάλιου, «Περί Κατασκευής του ανθρώπινου σώματος (Βασιλεία 1543). Η μουσική ταξιδεύει και προς άλλες κατευθύνσεις, προς την έντονη αναζήτηση που την εκφράζει το τσέλο και προς διάφορες γλαφυρές περιγραφές από τα υπόλοιπα όργανα, έτσι ώστε να δημιουργείται ένας λαβύρινθος μουσικών σχολιασμών. Στο κέντρο αυτού του μουσικού λαβύρινθου, μέσα από ένα μανιακό φοξτρότ, ο χορευτής ανασταίνεται στο τέλος ως Αντίχριστος.
Η Μις Ντόνιθορν, (έργο γραμμένο το 1974 και αφιερωμένο στον Αυστραλό νομπελίστα συγγραφέα, Πάτρικ Γουάιτ) ευγενής με καταγωγή αυστραλιανή, ενέπνευσε στον Ντίκενς την Μις Χάβισαμ, στις Μεγάλες Προσδοκίες. Είναι μια γυναίκα που επέλεξε να ζήσει ως ερημίτισσα, αφού ο μνηστήρας της την παράτησε λίγο πριν από τη γαμήλια τελετή. Το έργο του Ντέιβις την παρουσιάζει σε όλο της το δράμα ανάμεσα στα απομεινάρια της γαμήλιας τούρτας της που είναι διακοσμημένη με μουσικούς. Η προδομένη νύφη, μνημείο ερωτικής προσήλωσης, τραγουδάει οκτώ τραγούδια σε μια δυναμική, άγρια ερμηνεία προσπαθώντας να κρατήσει απεγνωσμένα την ερωτική ανάμνηση του άνδρα που δεν θα επιστρέψει ποτέ.
Ο Sir Peter Maxwell Davis είναι μια πολύ ιδιαίτερη και εκκεντρική περίπτωση συνθέτη και ανθρώπου, ένας απόλυτος διανοούμενος, που διαβάζει ακατάπαυστα στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά και αποστρέφεται χωρίς επιφυλάξεις την ποπ και τη ραπ μουσική. Εξεγερμένος από παιδί εναντίον κάθε εξουσίας έγινε το 2004 o Master of the Queen’s Music. Διακεκριμένος πλέον πρεσβύτης στα 80 του εξακολουθεί να είναι έτοιμος για διαβολικές ανατροπές και ενώ διαθέτει πρόδηλη αυτοπεποίθηση αποζητά ταυτόχρονα την προσοχή. Είναι ο εξπρεσιονιστής του 60 που ανακάλυψε αργότερα τον Σιμπέλιους και τον Χάιντν. Ένας μοναχικός που έχει ζήσει την πιο δημόσια ζωή: είχε για πολλά χρόνια το δικό του σύνολο, ήταν μαέστρος και συνθέτης σε τρεις ορχήστρες, δημιούργησε το Φεστιβάλ St Magnus στα αγγλικά νησιά Όρκνι, έδωσε μάχες για την κλασσική μουσική, στάθηκε απέναντι σε πολιτικούς και κυβερνήσεις για την αδιαφορία τους για τις τέχνες και διαδήλωσε εναντίον της συμμετοχής της χώρας του στον πόλεμο του Ιράκ.
Γεννήθηκε το 1934 στο Σάλφορντ του Λάνκσάιρ, ήταν το μοναχοπαίδι του βιομηχανικού εργάτη πατέρα του και της νοικοκυράς μητέρας του, με την οποία συνδέθηκε στενά μέχρι το θάνατό της. Η εργατική του καταγωγή τον προίκισε με μια χαλύβδινη θέληση και με έναν θυμό εναντίον κάθε εξουσίας που προσπαθούσε να τον εμποδίσει να ζήσει όπως ήθελε. Άρχισε πιάνο στα 5 του χρόνια και αυτοδίδακτος κατέπληξε τους εξεταστές του όταν έδειξε ότι είχε απομνημονεύσει όχι μόνο το κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν, αλλά και όλες τις συμφωνίες του και κέρδισε μια υποτροφία για το Βασιλικό Μουσικό Κολλέγιο του Μάντσεστερ, έναν ναό των πιο τολμηρών μουσικών πειραματισμών εκείνη την εποχή.
Δώδεκα χρονών έστειλε την πρώτη του σύνθεση στην παιδική ραδιοφωνική εκπομπή του BBC για τα παιδιά και αναγνωρίστηκε ως εξαιρετική περίπτωση. Στο Μάντσεστερ αναδείχτηκε το ταλέντο του και άνοιξαν πόρτες για το μουσικό του μέλλον: Αμβούργο για σπουδές στη διεύθυνση ορχήστρας, Ρώμη για σπουδές στη σύνθεση και αργότερα με τη βοήθεια του Άαρον Κόπλαντ και του Μπέντζαμιν Μπρίτεν, στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Πρίνστον, με υποτροφία για σύνθεση.
« Η μουσική ήταν πάντα για μένα μια ψύχωση, μια εμμονή», είπε ο ίδιος μιλώντας στον Guardian πριν από μερικά χρόνια. «Μόνο αυτό μετράει για μένα. Νιώθω υπέροχα όταν μπαίνω στο στούντιό μου και κάθομαι στο γραφείο μου μπροστά στις άγραφες σελίδες. Μου δίνει αδιανόητη χαρά… γράφω διαρκώς με αγωνία μήπως αδειάσω από ιδέες. Αν καταλήξω σαν τον Σιμπέλιους, ανίκανος να συνθέτω, θα αυτοκτονήσω».
Ο Ντέιβις απεχθανόταν τον αγγλικό ερασιτεχνισμό, αλλά αντιστεκόταν εξίσου και στις πρωτοποριακές ορθοδοξίες του 50 και του 60. Αναζήτησε μια προσωπική μουσική γλώσσα, μια θέση ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντερνισμό, ανάμεσα στο συρμό και την έμπνευση και τη βρήκε χτίζοντας στα θεμέλια του μεσαιωνικού τραγουδιού, στα Γρηγοριανά Άσματα. Πιστεύει ότι η μουσική είναι από τα πρωταρχικά πράγματα της ζωής, ότι έχει πνευματική και κοινωνική δύναμη. Τη θεωρεί ιαματική, έναν δρόμο για να φτάσει το ανθρώπινο πνεύμα σε μεγάλα βάθη και να αντικρύσει την άβυσσο. Και ο μεγαλύτερος εφιάλτης του, ο καλλιτέχνης που προδίδει την τέχνη του για να σώσει τον εαυτό του.
Ο σερ Πήτερ Μάξγουελ Ντέιβις έχει συνθέσει σε όλα τα είδη και σε ποικιλία ύφους: ορχηστρικά, μουσική δωματίου, όπερα, μουσικό θέατρο, ορατόριο, μπαλέτο. Γράφει μουσική κάθε μέρα, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ, με ένα διάλειμμα για μεσημεριανό. Ζει απομονωμένος, στο βασίλειό του, στα νησιά Όρκνι, σε μια αγροικία, με τον σύντροφό του, έναν σκύλο και τρεις γάτες. Το 2004, όταν τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ τον επέλεξαν ως τον Master of the Queen’s Music, ο μονίμως εξεγερμένος Ντέιβις, δήλωσε ότι η βασίλισσα τον προσηλύτισε στη Μοναρχία. « Δεν είμαι πια με τη δημοκρατία… Η μοναρχία εκπροσωπεί τη συνέχεια, την παράδοση και τη σταθερότητα. Είναι καλύτερο σύστημα, έχω γίνει ένθερμος οπαδός της Βασίλισσας, είναι ένα πρόσωπο- παράδειγμα, που βάζει πάνω απ’ όλα το συμφέρον της χώρας. Είναι κρίμα που οι πολιτικοί δεν ακολουθούν το παράδειγμά της. Η Βασίλισσα με κατέκτησε και με έκανε να αναστοχαστώ τις πεποιθήσεις μου. Με κέρδισε και αυτό το θεωρώ θετική αλλαγή, ένα ταξίδι που δεν είχα φανταστεί ότι θα κάνω».
των εισιτηρίων για τη συναυλία είναι: 11,00 – 20,00 – 28,00 – 40,00 (Διακεκριμένη Ζώνη).
Ειδικές τιμές: 6,50 € (φοιτητές, νέοι, άνεργοι και Α.Μ.Ε.Α.) και 8,50 € (65+ και πολύτεκνοι).
Πληροφορίες για το κοινό στο τηλέφωνο: 210 72.82.333 και στην ιστοσελίδα του Μ.Μ.Α.: www.megaron.gr
Τομέας Τύπου
Ράνια Βουγιουκαλάκη: 210 7282717
rvou@megaron.gr
Πληροφορίες για το δελτίο Τύπου αυτό:
Αντώνης Στεφάνου: 210 7282725
aste@megaron.gr