«Ένας καλλιτέχνης στην “Αργώ”» της Ελένης Λαδιά κείμενο: Ελένη Λαδιά Στην μνήμη της μητέρας μου, Ευδοξίας Λαδιά Ήταν σοφή η συμβουλή του Κενταύρου Χείρωνος στον Ιάσονα να συμπεριλάβει, ανάμεσα στα διαλεγμένα παλικάρια, κι έναν καλλιτέχνη. Τον μουσικό Ορφέα. Με το καλλίφωνο τραγούδι του, την μαγευτική του λύρα, της οποίας ο ήχος μετακινούσε δένδρα και λίθους, καθώς και με την μαντική του, βοήθησε πολύ στην Αργοναυτική εκστρατεία. Αυτό που παρατηρείται τόσο στα Αργοναυτικά του Ορφέως, όσο και στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου του Ροδίου, είναι το κοσμογονικό περιεχόμενο των τραγουδιών του μουσικού. Κοσμογονικό, όπως είναι η ορφική θεολογία και οι ορφικοί ύμνοι. Το περιεχόμενο των ορφικών ύμνων είναι δισυπόστατο: τα φυσικά στοιχεία (αστέρια, ήλιος, φύση, θάλασσα κ.ά.) διατηρούν συγχρόνως και το ανθρωπομορφικό στοιχείο, ενώ οι θεότητες αντιστοίχως διαθέτουν και συμπαντικό χαρακτήρα (κοσμογονική η Ήρα συμβολίζει τον αέρα, συμπαντικός ο Παν κ.ά.).Στα Αργοναυτικά του Ορφέως μιλά ο ίδιος ο θεολόγος, απευθυνόμενος στον φίλο του, Μουσαίο: «Τραγουδώντας για χάρη σου, λυράρη,/ η ψυχή μου μου λέει να πω όσα πιο πριν δεν είπα,/ από Βάκχο κι Απόλλωνα σαν ήμουν κεντρισμένος»[1]. Και κατόπιν θα υμνήσει το αρχαίο Χάος, την ανίκητη Ανάγκη (μία μεγάλη έννοια του ορφισμού, όπως και η ειμαρμένη), τον Χρόνο που γέννησε τον Αιθέρα, τον δίμορφο έρωτα, τον Φάνη (τον πρωτοφανέρωτο) τον ανδρόγυνο, πατέρα της αιώνιας νύχτας, τις σταγόνες του ουρανού που έπεσαν σαν όλεθρος στην γη, από όπου ξεπήδησε το θνητό γένος, και την λατρεία της Ορείας Μητέρας. Τραγουδά για τους Κορύβαντες, την ιερή Λήμνο και Σαμοθράκη, για το ταξίδι του στην Αίγυπτο και την κατάβασή του από το Ταίναρο στον Άδη για να πάρει πίσω την γυναίκα του. Ανεπιτυχώς. «Κι έτσι, Μουσαίε, τώρα που πέταξε ψηλά από το σώμα μου ο οίστρος, θα σου αποκαλύψω πώς ήλθε στην Πιερία, στις κορυφές των Λειβήθρων, ο ημίθεος Ιάσων στο πολυήρατον σπήλαιό μου να με ζητήσει βοηθό στον ταξίδι με το ποντοπόρο πλοίο του. Και με βρήκε την ώρα που ετοίμαζα την ποικιλμένη λύρα μου να πω γλυκόφωνο τραγούδι, για να σαγηνεύσω αγρίμια, πουλιά και ερπετά. Ήμουν πολύ κουρασμένος από τα ταξίδια μου στην Αίγυπτο και στην Λιβύη, όπου εξηγούσα τους χρησμούς λόγω του οίστρου, γι’ αυτό και με έφερε η μάνα μου στο σπήλαιο να περάσω τα θλιμμένα μου γηρατειά. Όμως δεν αρνήθηκα στον Ιάσονα, διότι δεν μπορώ να ξεφύγω από το πεπρωμένο μου, και με πιέζουν οι προτροπές των Μοιρών» (αλλ’ ουκ έσθ’ υπαλύξαι α δη πεπρωμένα κείται).Το πρώτο τραγούδι του Ορφέως (σε αυτό το έργο της πρωτοπρόσωπης γραφής) ήταν προτού ξεκινήσει η Αργώ. Μολονότι τα παλικάρια προσπαθούσαν να σύρουν το πλοίο στην θάλασσα, εκείνο είχε κολλήσει στην άμμο, εμποδισμένο κι από τα ξεραμένα φύκια της στεριάς. Ο Ορφεύς με την φόρμιγγά του συμβούλευσε τους Μινύες ήρωες τον τρόπο για την μετακίνηση του πλοίου, ενώ διέταξε την Αργώ, την καμωμένη από δρυς και πεύκα, να ακολουθήσει τον δρόμο της θαλάσσης. Τότε τον άκουσε η ανθρωπόφωνη δρυς από το όρος Τόμαρο, που βρισκόταν κάτω από την καρίνα, και τον υπάκουσε.
Αυτό που παρατηρείται τόσο στα Αργοναυτικά του Ορφέως, όσο και στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου του Ροδίου, είναι το κοσμογονικό περιεχόμενο των τραγουδιών του μουσικού. Κοσμογονικό, όπως είναι η ορφική θεολογία και οι ορφικοί ύμνοι.Το δεύτερο τραγούδι ακούστηκε στο Πήλιο, στην σπηλιά του σοφού Κενταύρου, όταν τον επισκέφτηκαν οι ήρωες, διότι ο Πηλεύς επιθύμησε να δει τον μικρό του γιο, Αχιλλέα, που μαθήτευε στο όρος. Μετά την πλουσιοπάροχη φιλοξενία, οι ήρωες ζήτησαν να διαγωνισθούν οι Ορφεύς και Κένταυρος Χείρων στο τραγούδι. Πρώτος ο Χείρων πήρε την πηκτίδα κι άρχισε να τραγουδά δίνοντας θάρρος στον ντροπαλό Ορφέα, ο οποίος από σεβασμό δεν ήθελε να διαγωνισθεί με τον γέροντα. Το τραγούδι του περιέγραφε την μάχη Λαπιθών και Κενταύρων, ενώ του Ορφέως ήταν πάλι κοσμογονικού περιεχομένου, αναφερόμενο στον σκοτεινό ύμνο του αρχαίου Χάους, στο πέρας του ουρανού, στην ευρύχωρη γη και στο βάθος της θάλασσας, στον πολυμήχανο έρωτα που γέννησε και διεχώρισε τα πάντα, στον ολέθριο Κρόνο και τον τερπικέραυνο Δία.Το γλυκό τραγούδι της λύρας «πέταξε στις βουνοκορφές, στους δασωμένους λόγγους/ του Πηλίου, στις ψηλές δρυς έφθασε η φωνή μου./ Από τις ρίζες τους αυτές κινούνταν προς το άντρο,/ βράχοι κροτούσαν· αγρίμια άκουγαν το τραγούδι/ περιπλανώμενα και στέκονταν μπροστά στο άντρο·/ τα πουλιά κυκλογύριζαν στους στάβλους του Κενταύρου/ με κουρασμένα τα φτερά, ξεχνούσαν την φωλιά τους»[2].Με το τρίτο τραγούδι ο αοιδός, προσκαλώντας τον Ύπνο, αποκοίμισε τον άγριο δράκο της Κολχίδος, που βρισκόταν κουλουριασμένος με τις μεγάλες σπείρες του στο δένδρο, για να κλέψουν οι ήρωες το χρυσόμαλλο δέρας. Ο Ύπνος αποκοίμισε τα πάντα, τους εφήμερους ανθρώπους, τους άγριους ανέμους, τα θαλάσσια κύματα, τις πηγές των τρεχούμενων υδάτων, τα ρείθρα των ποταμών κι όλα τα αγρίμια, τα πτηνά και τα ερπετά.Το τελευταίο τραγούδι στα Αργοναυτικά του το είπε ο Ορφεύς όταν θα περνούσε η Αργώ από τις Σειρήνες. Τραγούδησε για την διαμάχη του Ποσειδώνος με τον Δία σχετικά με τα γοργοπόδαρα άλογα, κι έτσι όπως έπαιζε την φόρμιγγα πάνω σε έναν ψηλό βράχο, οι Σειρήνες θαμπώθηκαν και σταμάτησαν το τραγούδι τους. Με βαθύ αναστεναγμό πέταξε η μία τον αυλό κι η άλλη την λύρα από τα χέρια, αφού είχε φτάσει πλέον η μοίρα του θανάτου. Από την άκρη του βράχου γκρεμοτσακίστηκαν στην κυματώδη θάλασσα σαν δίσκοι.Πολλές φορές ο Ορφεύς έσωσε την Αργώ και τους Αργοναύτες μετέχοντας στην εκστρατεία, όπως πολλές φορές ο καλλιτέχνης σώζει τον κόσμο μέσα σε μια μεγαλύτερη και συμβολική Αργώ, διότι ζει και μετά τον θάνατό του. Κι ο Ορφεύς, όντας αποκεφαλισμένος, συνέχισε να τραγουδά και να χρησμοδοτεί με το κομμένο κεφάλι του.Στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου του Ροδίου (το έργο είναι σε τριτοπρόσωπη γραφή), ο μουσικός πρωτοτραγούδησε για να σταματήσει την φιλονικία των Αργοναυτών Ίδα και Ίδμονος. Όμως αυτό δεν ήταν ένας σύνηθες τραγούδι, γράφει ο Απολλώνιος. Ήταν μία κοσμογονία: εξιστορούσε πώς ουρανός, γη και θάλασσα ήταν πρώτα ενωμένα και αποχωρίστηκαν από την ολέθρια φιλονικία. Και έκτοτε έμειναν ως σταθερά σημάδια στον ουρανό οι δρόμοι του ήλιου, της σελήνης και των αστεριών. Κι ακόμη είπε πώς ξεπήδησαν τα όρη, τα ποτάμια και οι Νύμφες και πώς γεννήθηκαν τα πάντα επί της γης.Στο ταξίδι οι ήρωες κωπηλατούσαν στον ρυθμό που κρατούσε η λύρα του Ορφέως, ενώ στις ψηλότερες κορυφές του Πηλίου, οι Πηλιάδες Νύμφες εκστασιάζονταν από την Αργώ, το θαυμάσιο έργο της Αθηνάς. Από την κορυφή έτρεξε κοντά στην ακρογιαλιά βρέχοντας τα πόδια του ο Κένταυρος Χείρων, που ευχόταν καλή επάνοδο στους Αργοναύτες. Δίπλα του, σε μία άκρως ανθρώπινη σκηνή, στεκόταν η γυναίκα του κρατώντας στα χέρια τον μικρό Αχιλλέα και σηκώνοντάς τον ψηλά να τον δει ο πατέρας του, Πηλεύς. Ο Ορφεύς έκρουε ρυθμικά την λύρα του, υμνώντας την Άρτεμιν, που σώζει τα πλοία και προστατεύει την πόλη της Ιωλκού.
Το τρίτο τραγούδι του υμνούσε τον Αυγερινό Απόλλωνα, διότι είδαν την οπτασία του θεού να περπατά ολοφώτεινος με την χρυσή, μακριά του κόμη, ο «ακερσεκόμης», ο ακούρευτος θεός, κρατώντας την φαρέτρα του και το αργυρό του τόξο. Τον είδαν όταν μπήκαν στο ερημικό λιμάνι της Θυνιάδος νήσου κι άραξαν στην ακρογιαλιά. Τότε κατά την σύσταση του Ορφέως ετίμησαν εκείνο τον τόπο κτίζοντας βωμό και θυσιάζοντας ζώα. Έπειτα, οι Αργοναύτες έστησαν χορό γύρω από την φωτιά, ενώ ο θαυμάσιος Ορφεύς τραγούδησε με την βιστόνια λύρα του το λυγερόφωνο άσμα υμνώντας τον βίον και τα κλέη του φωτοφόρου θεού.
Το τέταρτο τραγούδι το είπε ο αοιδός, όταν η Αργώ πλησίαζε στο νησί των Σειρήνων: «Το σιγανό αεράκι έσπρωχνε το καράβι και πολύ γρήγορα αντίκρυσαν το νησί, τη μαγευτική Ανθεμούσα, όπου εκεί οι γλυκόφωνες Σειρήνες, οι κόρες του Αχελώου, μ’ εκείνα τα μελιστάλαχτα τραγούδια τους τρελαίνουν και μαγεύουν καθέναν που αράζει κοντά τους»[3]. Αυτές οι Σειρήνες, θυγατέρες της Μούσας Τερψιχόρης και του ποταμού Αχελώου, πρώην ακόλουθες της Περσεφόνης, χόρευαν μαζί της στο δροσερό λιβάδι. Τώρα δισυπόστατες, μ’ ένα κορμί μισό πουλιού και μισό παρθένας κόρης, καθισμένες στην κορυφή του αραξοβολιού αγνάντευαν και έπαιρναν την ζωή των ταξιδευτών με το γλυκό τους άσμα. Στο έργο του Απολλωνίου δεν αναφέρεται το περιεχόμενο του ορφικού τραγουδιού, ούτε και ο θάνατος των Σειρήνων. Γι’ αυτό άλλωστε και τις συνάντησε αργότερα ο Οδυσσεύς με τους συντρόφους του. Ο Ορφεύς, βροντοχτυπώντας στην λύρα του ένα γοργόρυθμο τραγούδι, επισκίασε την φωνή των Σειρήνων.Το τραγούδι του Ορφέως με την γλυκόηχη λύρα ξεχώρισε και στον γάμο της Μήδειας και του Ιάσονος, όταν ο μουσικός έκρουε ρυθμικά την γη με το ωραίο του σανδάλι.Πολλές φορές ο Ορφεύς έσωσε την Αργώ και τους Αργοναύτες μετέχοντας στην εκστρατεία, όπως πολλές φορές ο καλλιτέχνης σώζει τον κόσμο μέσα σε μια μεγαλύτερη και συμβολική Αργώ, διότι ζει και μετά τον θάνατό του. Κι ο Ορφεύς, όντας αποκεφαλισμένος, συνέχισε να τραγουδά και να χρησμοδοτεί με το κομμένο κεφάλι του. Αυτός είναι ο συμβολισμός του καλλιτέχνη, έλεγε η μακαριστή φίλη ποιήτρια Νανά Ησαΐα, το κεφάλι του Ορφέως που τραγουδά και μετά τον θάνατό του.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ορφέως Αργοναυτικά, στ. 7-9, μτφρ. Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος 2011.[2] Αυτόθι στ. 433-439.[3] Απολλωνίου Ροδίου Αργοναυτικά, στ. 891-894, μτφρ. Αναστάσιος Δ. Βολτής, εκδ. Καρδαμίτσα 1988. Βλ. επίσης Αργοναυτικά Απολλωνίου Ροδίου υπό Αντωνίου Φ. Κανάκη, Καθηγητού εν Χίω 1935.