«Ο κριτικός Μανόλης Αναγνωστάκης και το περιοδικό “Κριτική” (1959-1961)» του Χρ. Δ. Αντωνίου κείμενο: Χρ. Δ. Αντωνίου Η βιβλιογραφία γύρω από το έργο του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη είναι πολύ πλούσια και τον αναδεικνύει ως έναν κορυφαίο ποιητή, που έγραψε μάλιστα το έργο του σε δύσκολους καιρούς. Παράλληλα με την ποίηση, ο Αναγνωστάκης έγραψε και κριτικά δοκίμια (Υπέρ και κατά, 1965, Αντιδογματικά, 1978, Συμπληρωματικά, 1985), τα οποία, αν και δεν τράβηξαν όσο θα έπρεπε την προσοχή των μελετητών, αποτελούν σημαντική συνεισφορά στα ελληνικά Γράμματα. Ο ίδιος έλεγε ότι η κριτική αποτελεί γι’ αυτόν «πάρεργο»[1], κι ακόμη ότι τα κριτικά του κείμενα «έχουν, πολύ περισσότερο, χαρακτήρα και ύφος ντοκουμέντου με προορισμό την εκλαΐκευση και τη μαχητική προβολή ορισμένων απόψεων μέσα στα πλαίσια μιας επείγουσας επικαιρότητας και πολύ λιγότερο, ή διόλου, αξιώσεις θεωρητικής προσφοράς»[2].Αυτές οι απόψεις του σχετίζονται με την ιδιάζουσα, μέσα στο πλαίσιο της αριστερής διανόησης στην οποία ανήκει, θεώρησή του για τον τομέα των Γραμμάτων και γενικότερα του πολιτισμού. Και είναι ιδιάζουσα, διότι επιθυμεί, αντιδρώντας στον δογματισμό πολλών πολιτικώς ομοϊδεατών του ποιητών, κριτικών και συγγραφέων εν γένει του καιρού του, να διαμορφώσει μια καινούργια, απροκατάληπτη, με ποικίλες αποχρώσεις, κριτική ματιά και να συμβάλει έτσι στην προώθηση της προοδευτικής σκέψης και στην ανανέωση των ιδεών της Αριστεράς. Ξεκινάει δηλαδή από μια πολιτική ιδεολογική βάση και στρέφεται ενάντια, όχι σε πολιτικούς αντιπάλους, αλλά σε πολιτικώς ομοϊδεάτες, οι οποίοι, ενώ έχουν προοδευτική ιδεολογική σκευή, όμως είναι στην ουσία, κατά τον Αναγνωστάκη, δογματικοί και βαθύτατα συντηρητικοί στις αισθητικές τους αναζητήσεις.Σ’ αυτό το σημείο είμαι υποχρεωμένος να αναφερθώ στο περιοδικό Κριτική[3] που εξέδωσε ο Αναγνωστάκης στη Θεσσαλονίκη στα 1959-1961 με αμιγώς δοκιμιακή και κριτική ύλη. Βασικός σκοπός του και του περιοδικού είναι αυτή η ανανέωση των ιδεών της Αριστεράς στον χώρο των Γραμμάτων και των τεχνών.Ξεκινάει δηλαδή από μια πολιτική ιδεολογική βάση και στρέφεται ενάντια, όχι σε πολιτικούς αντιπάλους, αλλά σε πολιτικώς ομοϊδεάτες, οι οποίοι, ενώ έχουν προοδευτική ιδεολογική σκευή, όμως είναι στην ουσία, κατά τον Αναγνωστάκη, δογματικοί και βαθύτατα συντηρητικοί στις αισθητικές τους αναζητήσεις.Πριν έρθω όμως στα σχετικά με την έκδοση της Κριτικής, θα ήθελα να πω ότι μέχρι το 1959 ο Αναγνωστάκης, εκτός από τα ποιήματα της περιόδου 1945-1956, είχε ήδη δημοσιεύσει και αξιόλογα κείμενα κριτικής. Τον Οκτώβριο του ’46, όταν ήταν μόλις 21 χρονών, δημοσίευσε στην εφημερίδα Νέα Λαϊκή Φωνή, όργανο του γραφείου περιοχής Μακεδονίας του ΚΚΕ, το κριτικό κείμενο: «Και πάλι για τον υπερρεαλισμό». Ύστερα από 10 χρόνια σιωπής, που ασφαλώς οφείλεται στα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου και στην προσωπική του περιπέτεια φυλάκισής του για τρία χρόνια (1949-1951), επανέρχεται τον Νοέμ.-Δεκ. του 1956 δημοσιεύοντας στην Επιθεώρηση Τέχνης το πολύ αξιόλογο κριτικό κείμενο: «Η αντικειμενικότητα του έργου τέχνης» και τον Μάιο του 1957 την κριτική μελέτη: «Προβλήματα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού».[4] Στα κείμενά του αυτά αρχίζει να φαίνεται καθαρά ο αντιρρητικός κριτικός λόγος του όσον αφορά τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» στην τέχνη, τον τύπο δηλαδή της τέχνης που είχε καθιερωθεί στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του ’30 και με τον οποίο το σοβιετικό καθεστώς επιχειρούσε να ελέγξει το περιεχόμενο της τέχνης, να εμποδίσει την ελεύθερη έκφραση του καλλιτέχνη.Από πολύ νωρίς, στη δεκαετία κιόλας του ’30, η θεωρία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού εξαπλώθηκε και στους πνευματικούς κύκλους της Αριστεράς του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα. Σ’ αυτή την περίοδο η ελληνική διανόηση λειτούργησε μέσα σ’ ένα συγκρουσιακό δίπολο, της αριστερής και της αστικής διανόησης, και οδηγήθηκε σε μιαν άκαρπη πόλωση.Αλλά και μετά τον Εμφύλιο συνεχίστηκαν οι πνευματικές-καλλιτεχνικές συγκρούσεις αυτού του είδους. Όσοι υποστήριζαν ιδεαλιστικές απόψεις για την τέχνη και τη λογοτεχνία, δημοσίευαν τα κείμενά τους στο περιοδικό Νέα Εστία και στην εφημερίδα Καθημερινή, ενώ, όσοι θεωρούσαν την τέχνη παράγωγο των σχέσεων και της διαπάλης των κοινωνικών τάξεων, στην Επιθεώρηση Τέχνης και στην εφημερίδα Αυγή.Κι ενώ η ιδεαλιστική-αστική παράταξη φαίνεται να μην έχει προβλήματα συνοχής, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την Αριστερά, στο εσωτερικό της οποίας έχουν παρουσιαστεί διαφοροποιήσεις ως προς την αποδοχή των δογματικών αντιλήψεων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Τέτοιες ιδεολογικές ζυμώσεις έχουν αρχίσει δειλά δειλά να απεικονίζονται στα μέσα της δεκαετίας του ’50 στην Επιθεώρηση Τέχνης (που είναι το περιοδικό της αριστερής διανόησης στην Αθήνα), αλλ’ ενισχύθηκαν ιδίως μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φεβρουάριος 1956), στο οποίο επιχειρείται η αποσταλινοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης και στον χώρο των Γραμμάτων. Ασφαλώς, η νέα ιδεολογική κατεύθυνση που έδινε το συνέδριο επηρέασε και τον χώρο του ΚΚΕ. Ωστόσο, το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ήταν ακόμη ισχυρό στις τάξεις της αριστερής διανόησης, με συνέπεια νεότεροι αριστεροί διανοούμενοι και καλλιτέχνες να επιζητούν να ξεφύγουν από το δόκανο του δογματισμού.Αυτή είναι η στιγμή που υψώνεται ο αριστερός αντιρρητικός ανανεωτικός λόγος του Μ. Αναγνωστάκη. Τα δύο προαναφερθέντα κριτικά δοκίμιά του στην Επιθεώρηση Τέχνης διατυπώνουν καθαρό αιρετικό αριστερό λόγο για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Η προώθηση αυτού του λόγου και η ανάγκη για τη δημιουργία ενός ελεύθερου βήματος στη Θεσσαλονίκη, ανάλογο με την Επιθεώρηση Τέχνης της Αθήνας, για τους πνευματικούς ανθρώπους (καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ποιητές, κριτικούς) της γενιάς του, της πρώτης δηλαδή μεταπολεμικής γενιάς, ήταν οι δύο βασικοί λόγοι που οδήγησαν τον Αναγνωστάκη στην έκδοση του περιοδικού Κριτική στα 1959. Ένας τρίτος λόγος συναρτάται με την πρόθεσή του να αντιδράσει σθεναρά στην απαξιωτική στάση των κριτικών του Μεσοπολέμου για τους ποιητές της γενιάς του.Διευθυντής ο ίδιος και ο πιο στενός συνεργάτης του είναι ο Μανόλης Λαμπρίδης (ψευδώνυμο του Μανόλη Ι. Λεοντάρη, αδελφού του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη). Ήταν δοκιμιογράφος και κριτικός, προσκείμενος τότε στην τροτσκιστική αριστερά.Πρώτο λοιπόν τεύχος της Κριτικής, Ιανουάριος του 1959. Το «προγραμματικό» κείμενο του πρώτου αυτού φύλλου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όσα θα αναφέρουμε στη συνέχεια. Επιλέγω ένα απόσπασμα:«Η Κριτική είναι μια έκδοση μελέτης, ελέγχου και κριτικής. […]
»Απευθύνεται σ’ ένα κοινό, που δεν αρκείται στην εύκολη πνευματική τέρψη, που δε ζητά την “ξεκούραση” με υποκατάστατα πνευματικότητας, […] απευθύνεται ειδικότερα στην προοδευτική μερίδα της γενιάς μας, που, μακριά από δογματισμούς και ανιαρές επαναλήψεις ανεδαφικών σχημάτων, νιώθει επιτακτική την αναγκαιότητα ενός εκφραστικού βήματος, για να δώσει το μέτρο της ωριμότητάς της και να δικαιώσει ή όχι, τελικά, την ύπαρξή της και τον προορισμό της.
»Η Κριτική διευκρινίζει από την πρώτη στιγμή πως ξεκινά με βάση ορισμένες αρχές και πως θα κινηθεί μέσα στα πλαίσια αυτά με όση συνέπεια γίνεται και αδιαλλαξία. Δεν είναι ακόμα όργανο συγκεκριμένης ομάδας –γι’ αυτό στις σελίδες της έχει τη θέση του, κυριότερα μάλιστα, ο αντίλογος– φιλοδοξεί όμως να συγκεντρώσει γύρω της μια αληθινά πρωτοποριακή ομάδα, ό,τι καλύτερο είναι σε θέση να δώσει η γενιά μας. […] Κείμενα τελείως αντίθετα με τις αρχές και τις αντιλήψεις της Κριτικής θα δημοσιεύονται πολύ συχνά, είτε γιατί η ποιότητά τους είναι τέτοια ώστε ν’ αξίζει να διαβαστούν, είτε γιατί προσφέρουν γόνιμο έδαφος για περαιτέρω συζήτηση και επεξεργασία».[5]Είναι φανερό ότι με την έκφραση «προοδευτική μερίδα της γενιάς μας» υπονοεί την αριστερή διανόηση και ίσως περισσότερο τους ποιητές αυτής της γενιάς, οι οποίοι είχαν δεχτεί σφοδρή επίθεση από τους κριτικούς του Μεσοπολέμου. Ο Αντρέας Καραντώνης π.χ., που θεωρείται ο κυριότερος κριτικός της δεκαετίας ’30-’40, μιλούσε για τους νεότερους ποιητές με περιφρόνηση και τελείως απαξιωτικά για το μέλλον τους ως ποιητές.[6] Γι’ αυτό και ο Αναγνωστάκης θέλει να δώσει σ’ αυτούς τους ποιητές ένα εκφραστικό βήμα, για να δικαιώσουν την ποίησή τους. Με την έκφραση «μακριά από δογματισμούς και ανιαρές επαναλήψεις ανεδαφικών σχημάτων» υπονοεί ασφαλώς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Τέλος, φιλοδοξεί ο Αναγνωστάκης, καθώς φαίνεται καθαρά στο τέλος του αποσπάσματος, ν’ ανοίξει έναν ελεύθερο και πλουραλιστικό διάλογο με συγγραφείς που έχουν αντίθετες απόψεις με τις αρχές και αντιλήψεις του περιοδικού.Αυτές τις προγραμματικές δηλώσεις ο Αναγνωστάκης θα τις υπηρετήσει με μεγάλη συνέπεια και σθένος. Η συστέγαση ιδίως πνευματικών ανθρώπων διαφορετικών ιδεολογικών αρχών απαιτούσε την υιοθέτηση ενός κώδικα ηθικής και διαλόγου, πράγμα που δεν ήταν και τόσο εύκολο μέσα σ’ ένα κλίμα μετεμφυλιακής πόλωσης. Η αποφασιστικότητα, η γενναιότητα, η ψυχραιμία και η συνέπεια όμως του διευθυντή του περιοδικού είχε ως αποτέλεσμα να ανταποκριθούν στο κάλεσμά του ποιητές και κριτικοί κυρίως της γενιάς του αλλά και νεότεροι, λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί, και μάλιστα όχι μόνο από τη Θεσσαλονίκη, αλλά από όλη την Ελλάδα. Παραθέτω μερικά ονόματα: Πάνος Θασίτης, Κλείτος Κύρου, Πάνος Μουλλάς, Νίκος Χουρμουζιάδης, Νόρα Αναγνωστάκη, Ελένη Βακαλό, Μίκης Θεοδωράκης, Τάκης Σινόπουλος, Γιάννης Δάλλας, Δ. Μαρωνίτης, Παύλος Παπασιώτης, Βασίλης Φράγκος, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Αλ. Αργυρίου, Κλείτος Κύρου, Μιχ. Μερακλής, Τηλέμαχος Αλαβέρας, Βύρων Λεοντάρης, Edmund Keeley κ.ά.Διαφωτιστικός για τον χαρακτήρα του περιοδικού είναι ο υπότιτλός του: «Δίμηνη Έκδοση Μελέτης και Κριτικής», πράγμα που σημαίνει ότι η Κριτική θα δημοσιεύει μόνο κείμενα στοχασμού (πραγματείες, κριτικά δοκίμια, μελέτες, άρθρα) και όχι ποιήματα ή άλλη πρωτότυπη λογοτεχνική ύλη. Σύνολο τευχών που κυκλοφόρησαν, ανά δίμηνο ή ανά τετράμηνο, 18.Και ιδού συμπυκνωμένα οι βασικές θεωρητικές αρχές του Αναγνωστάκη, τις οποίες υπηρετεί και το περιοδικό Κριτική:Δε γίνεται παραδεκτή η ταύτιση ιδεολογίας και έργου τέχνης. Και κατά συνέπεια: «η σωστή τοποθέτηση απέναντι στη ζωή και το κοινωνικό φαινόμενο είναι κάτι πολύ διάφορο από τη σωστή τοποθέτηση και στο φαινόμενο Τέχνη».Δεν έχει και δεν πρέπει να έχει, μ’ άλλα λόγια, ο λογοτέχνης καμιά δέσμευση από καμιά οδηγητική αρχή που θα τον επηρεάζει στη δημιουργική δουλειά του, διότι: «Τα προβλήματα του εποικοδομήματος […] πολύ πιο πολύπλοκα, πολύ πιο ασαφή, πολύ πιο “ασυνείδητα” από τα προβλήματα της βάσης, επιδέχονται μόνο τομές, νύξεις, τοποθετήσεις χωρίς αξιώσεις πλήρους και αναγκαστικής παραδοχής». Γι’ αυτό «όσο προχωρούμε από την ομάδα στο άτομο (και η καλλιτεχνική δημιουργία είναι πρώτιστα ατομική δημιουργία) τόσο η γενίκευση αποβαίνει σε βάρος της αλήθειας».[7] Άλλωστε, «οι αποχρώσεις στο έργο τέχνης […] μπορεί να έχουν τη βασικότερη σημασία και […] τελικά μπορεί να καθορίζουν την ποιότητα και την υφή του έργου».Με τέτοιες θέσεις, που παραπέμπουν στις «πλέον φωτισμένες εκφράσεις της μαρξιστικής κριτικής – με τις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς για τη λογοτεχνία, του Λούκατς, του Μπρεχτ ή του Φίσερ»[8], ο Αναγνωστάκης ασκεί μια λογοτεχνική κριτική υψηλής ποιότητας και ήθους, που είναι κατατεθειμένη στο περιοδικό Κριτική.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα κριτικής δραστηριότητάς του:Στο πρώτο κιόλας τεύχος του περιοδικού, ο Αναγνωστάκης, αρχίζοντας την πολεμική του ενάντια στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και στις συμπεριφορές που αυτός υπαγορεύει, γράφει το κριτικό κείμενο: «Η υπόθεση Πάστερνακ», με το οποίο κατακρίνει την έκθεση Ζντάνοφ και σχολιάζει αρνητικά τη «σπασμωδικότητα» της σοβιετικής ηγεσίας, η οποία, αν και το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ είχε υιοθετήσει φιλελεύθερη πολιτική στον χώρο της τέχνης, απαγορεύει στον συγγραφέα να παραλάβει το Νόμπελ που του απονεμήθηκε το 1958 για το βιβλίο του Δόκτωρ Ζιβάγκο.[9] Στο διπλό 4/5 τεύχος, ο Αναγνωστάκης και o Λαμπρίδης αποφασίζουν να δημοσιεύσουν ένα δοκίμιο του Ούγγρου φιλοσόφου, μαρξιστή και θεωρητικού της λογοτεχνίας Λούκατς: «Τέχνη ελεύθερη ή Τέχνη στρατευμένη;», στο οποίο επικρίνεται ο γραφειοκρατικός προγραμματισμός στην τέχνη, σε μια χρονική στιγμή μάλιστα που η ελλαδική κομμουνιστική διανόηση προσπαθεί να υποβαθμίσει την αξία του έργου του και τα βιβλία του, με κομματική εντολή, αποσύρονται από τα βιβλιοπωλεία ως αναθεωρητικά και καταστρέφονται. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα δίωξης του Λούκατς, η Κριτική απαντά με μια σειρά από κείμενα που αναφέρονται στον Λούκατς, προωθώντας έτσι τον αναθεωρητικό λόγο.[10] Στο 7/8 τεύχος (Ιανουάριος-Απρίλιος 1960), άλλωστε, ο Αναγνωστάκης ασκεί συστηματικά αρνητική κριτική στην ποιητική Ανθολογία των Αυγέρη, Παπαϊωάννου, Ρώτα και Σταύρου (κριτικών της παραδοσιακής Αριστεράς). «Και οι τέσσερις ανθολόγοι», γράφει, «ελάχιστη σχέση συμπαθείας έχουν με τις νεότερες ποιητικές κατακτήσεις, ελάχιστα είναι σε θέση να παρακολουθήσουν –ουσιαστικά και όχι γραμματολογικά– τα σύγχρονα ποιητικά ρεύματα […]. Λυπούμαι που το λέω, αλλά ό,τι κυρίως κάνει εντύπωση στον αναγνώστη είναι η απαράδεκτη προχειρότητα της δουλειάς των ανθολόγων…».[11] Σε κάθε σημείο της κριτικής του Αναγνωστάκη αποδεικνύεται ο δογματικός, παλιάς κοπής, χαρακτήρας της ανθολόγησης.Στο 15ο τεύχος, με το άρθρο του: «Η ποίηση-Προσκλητήριο των καιρών», με τόλμη προωθεί τον αντιρρητικό λόγο επικρίνοντας ποιητές της μεσοπολεμικής Αριστεράς για την ενεργό συμμετοχή του ποιητικού τους λόγου στα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα: τον Γιάννη Ρίτσο, που ήταν ήδη τότε καθιερωμένη από την κομμουνιστική διανόηση ποιητική αξία, και τον Τάσο Λειβαδίτη. Με αφορμή το ποίημα του Λειβαδίτη«Παντοκράτωρ», που δημοσιεύτηκε την ίδια ημέρα που αναγγέλθηκε η είδηση της εξαπόλυσης του πρώτου ανθρώπου στο Διάστημα, δηλαδή του Γκαγκάριν, ο Αναγνωστάκης επικρίνει εκείνη τη μορφή της «ποιητικής δραστηριότητας, που ταυτόχρονα, ή σχεδόν, με την επισύμβαση του γεγονότος, κυριολεκτικά “επί του πιεστηρίου”, δίνει το παρών, φιλοδοξώντας να διαιωνίσει με τη δική της γλώσσα, τη γλώσσα της ποίησης, όσα δεν κατορθώνουν φαίνεται να αποτυπώνουν οι μεγάλοι τίτλοι των εφημερίδων και τα επείγοντα δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα»[12]. Το ίδιο επικρίνεται και ο Ρίτσος για χαμηλή αισθητική και στράτευση με αφορμή το ποίημά του για τον μαρτυρικό θάνατο του Λουμούμπα (17 Ιαν. 1961), του πρώτου πρωθυπουργού του ανεξάρτητου Κονγκό και μαρξιστή, αλλά και για άλλα ποιήματά του, όπως για παράδειγμα το ποίημα για τον Μανώλη Γλέζο κ.ά.Όλ’ αυτά, βέβαια, που αναδείκνυαν το πολύ σοβαρό για την «ορθόδοξη» Αριστερά θέμα της κομματικής και ιδεολογικής επιβολής, θορύβησαν την παραδοσιακή Αριστερά και ο κατεξοχήν κριτικός της, ο Μάρκος Αυγέρης, επιτίθεται εναντίον του Αναγνωστάκη και της Κριτικής χαρακτηρίζοντάς τον «ποιητικό νεοσσό», εκφραστή της αστικής παρακμής, και το ύφος του περιοδικού «πτωχοαλαζονικό» (Αυγή, 24/09/1960). Με τον ίδιο τρόπο αντιδρά και ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, αλλά και άλλοι κριτικοί του ίδιου χώρου εγκαλούν τον Αναγνωστάκη για έλλειψη ήθους, επειδή έκρινε αρνητικά ποιήματα του Ρίτσου και του Λειβαδίτη (Αυγή, 14/07/1961).Όταν στα 1963 πεθαίνει ο Μάρκος Αυγέρης, ο Αναγνωστάκης θα αναγνωρίσει καταρχήν ότι ο Αυγέρης: «Στάθηκε δάσκαλος, ακάματος, σοφός συζητητής, ακέριος άνθρωπος» και «είχε στέρεη και σπάνια συγκρότηση και […] ευαισθησία» και πως «μπορούσε να παίξει σπουδαιότερο ρόλο στον πνευματικό πολιτισμό». Δεν τον έπαιξε, όμως, διότι «η προσφορά του δεν υπήρξε πάντα θετική. […] Προτίμησε το ρόλο ενός στενού και δογματικού ερμηνευτή των γραφών» και «ίσως αποδειχτεί τελικά κάπως περιορισμένη σε όγκο η δημιουργική και πρωτότυπη κριτική του προσφορά».[13] Όπως επισημάναμε και στην αρχή, η Κριτική ευθύς εξαρχής έγινε το ελεύθερο εκφραστικό βήμα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ποιητών και συγγραφέων. Εκτός από κριτικά δοκίμια, σημαντικό χώρο στις σελίδες του περιοδικού κατέλαβαν οι βιβλιοπαρουσιάσεις, οι μεταφράσεις, οι συζητήσεις και οι αντεγκλήσεις, που ενίσχυσαν το κλίμα πνευματικής ζύμωσης, με αποτέλεσμα να προσδιοριστεί καλύτερα η έννοια της σύγχρονης τέχνης και η σχέση της με την ιδεολογία και την κοινωνία, να διερευνηθεί η φύση των καλλιτεχνικών κριτηρίων, να κριθεί ουσιαστικά το έργο των νεότερων ποιητών, με δικαιότερους όρους, να επανακριθεί ο Μοντερνισμός του Μεσοπολέμου.Η ιστορική περίοδος στην οποία κυκλοφόρησε η Κριτική ήταν, όπως ήδη αναφέραμε, ιδιαίτερα φορτισμένη πολιτικά και πνευματικά. Δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι το περιοδικό δεν μπόρεσε να επιβιώσει και πολύ. Τον Δεκέμβριο του ’61, το 18ο τεύχος ήταν το τελευταίο. Η προσφορά του όμως ήταν αξιόλογη, όχι μόνο για την ανανέωση της ιδεολογίας της Αριστεράς, αλλά και για την εκφορά ενός αδέσμευτου λόγου, ο οποίος αποκτά τη σημασία του και για σήμερα, καθώς ο εμπορικός και δημοσιογραφικός λόγος επιβάλλει άλλες τάσεις και συμπεριφορές αρκετά προσδιορισμένες.