Θεωρία και Διδασκαλία της Ιστορίας του Μ.Γ.Μερακλή.

Ο Ευριπίδης έχει διατυπώσει τη φmeraklis-3003ράση πως είναι ευτυχής όποιος έχει γνωρίσει την Ιστορία («όλβιος όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν»). Εξάλλου, οι πολύ γνωστοί Γάλλοι κλασικοί φιλόλογοι-ανθρωπολόγοι J.-P. Vernant και P. Vidal-Naquet έχουν μνημονεύσει έναν άλλο κλασικό φιλόλογο (R. Goossens), ο οποίος έγραψε «ένα θαυμάσιο βιβλίο που παρουσιάζει την ιστορία της Αθήνας μέσ’ από το έργο του Ευριπίδη» (Euripide et Athènes, Βρυξέλλες 1960). Από την άλλη μεριά, ένας διάσημος Γερμανός ιστορικός της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας (Jacob Burckhardt, 1818-1897) αποφάνθηκε ότι: «Η Ιστορία διδάσκει ότι η Ιστορία δεν διδάσκει».Όπως και να ‘χει το πράγμα, οι άνθρωποι υπάρχουμε μέσα στην Ιστορία, όσο και αν οι ατέρμονες επαναλήψεις των κινήτρων και των εποχών της (με επουσιώδεις στο βάθος παραλλαγές) προκαλούν το αίσθημα ή την ιδέα σαν να μην υπάρχει, ή τουλάχιστον να μην κινείται, και σαν η ευθεία γραμμή της λεγόμενης εξελικτικής προόδου της να έχει μεταλλαχθεί σε ένα φαύλο κύκλο.Παρά ταύτα, και μόνη η επιθυμία ή η ανάγκη να καταλάβουμε το γιατί και το πώς της μετάλλαξης της ευθείας γραμμής σε φαύλο κύκλο δικαιολογεί τη λειτουργία της μελέτης της Ιστορίας, σ’ ένα στοχαστικό επίπεδο προβληματισμού, ακόμα και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα των διάφορων ηλικιακών επιπέδων. Τελευταία διάβασα ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο, γραμμένο από τον κύριο Σπύρο Τουλιάτο, μάχιμον εκπαιδευτικό με σπουδές ιστορικές και με πολύχρονη πείρα κερδισμένη μέσα στις μαθητικές αίθουσες της Μέσης Εκπαίδευσης, επί τρεις ολόκληρες δεκαετίες (1980-2010), καθώς και με προπτυχιακή και μεταπτυχιακή διδασκαλία στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το βιβλίο προορίζεται ως βοήθημα στη σχολική πράξη της Μέσης, αλλά και ως εντρύφημα με την άψογη σαφήνεια της γραφής του, για κάθε φίλο της Ιστορίας (προπάντων της θεωρίας της και της διδασκαλίας της), αλλά και για κάθε φιλαναγνώστη. Η παράθεση των τίτλων των εύστοχα συναρτημένων δέκα κεφαλαίων πείθει, νομίζω, για τη χρησιμότητα του βιβλίου, που είναι και βιβλιογραφικά στο σωστό μέτρο τεκμηριωμένο:1. Θεωρία, Ιδεολογία, Ιστορία. 2. Οι ερμηνευτικές σχολές της Ιστορίας. 3. Ιστορική ερμηνεία του έθνους. 4. Θεωρίες για τη διδασκαλία της Ιστορίας σήμερα. 5. Το μάθημα της Ιστορίας στο Γυμνάσιο. Αρχές-σκοποί και βιβλία. 6. Το μάθημα της Ιστορίας στο Λύκειο. Αρχές-σκοποί και προτάσεις διδασκαλίας. 7. Η διδασκαλία της παγκόσμιας Ιστορίας. 8. Η διδασκαλία της εθνικής και πολιτισμικής Ιστορίας του βαλκανικού χώρου. 9. Ερμηνευτική προσέγγιση της Γαλλικής Επανάστασης. Μια διδακτική πρόταση. 10. Η ιστορική αλήθεια και το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού.Το βιβλίο (Εκδόσεις Ευρασία, 2013) προλογίζει ο καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Χαράλαμπος Μπαμπούνης, ο οποίος σημειώνει ότι το έργο αυτό δίνει «μια νέα διάσταση στην ερμηνευτική και διδακτική της Ιστορίας, προωθώντας την αντίληψη της ενότητας της θεωρίας με την πράξη στο σχολείο». Και ένα από τα κύρια ερωτήματα που θέτει ο ίδιος ο συγγραφέας στην Εισαγωγή του είναι: «πώς επιλέγονται οι ειδικοί ερευνητές και δάσκαλοι που διαμορφώνουν μια ομάδα συνεργασίας […] δεδομένου ότι πρόκειται να καθορίσουν την ιστορική παιδεία εκατοντάδων χιλιάδων μαθητών. Και, επειδή κυριαρχεί στην πανεπιστημιακή κοινότητα και σε άλλους διανοούμενους-συγγραφείς η άποψη ότι εξυπηρετεί τη συγγραφή ιστορικών εγχειριδίων η αποδοχή της μεθοδολογίας μιας αποκλειστικά ερμηνευτικής σχολής της Ιστορίας, θα πρέπει να γίνει ευρύτερος διάλογος, ώστε να υπάρξει πλουραλισμός και μια προσπάθεια σύνθεσης, πέρα από δογματισμούς». Επάνω σ’ αυτή την καθαρά δημοκρατικήν αρχή βασίστηκε η συγγραφή του βιβλίου.Αρκούμαι ν’ αναφερθώ στο θέμα της πάντα, ξανά και ξανά τιθέμενης στις ιστορικές και φιλοσοφικές συζητήσεις Ιδεολογίας. Η επιστημονική σωφροσύνη και εντιμότητα του κυρίου Τουλιάτου φαίνεται και από την προσπάθειά του, αφενός να ισορροπήσει τη σχέση της Ιδεολογίας με την ακραιφνή πολιτική θεωρία και πράξη, αφετέρου να αντιμετωπίσει τις φλύαρες αοριστολογίες (αν όχι κενολογίες) του μεταμοντερνισμού περί «Μεταϊστορίας» ή «ψευδούς συνείδησης» και ανυπαρξίας «κριτηρίων επαλήθευσης στις ιστορικές αφηγήσεις». Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «ολόκληρο το ρεύμα του μεταμοντερνισμού επικεντρώνει την ιστορική έρευνα στο πεδίο της αποδόμησης του ιστορικού υλικού με την έννοια ότι αυτή πρέπει να υπερβεί την ιδεολογική κατασκευή». Αλήθεια, πώς μπορούν τέτοιοι αμέριμνοι λογοκόποι να συλλάβουν τον «ιστορικό ρεαλισμό» και πόσο μπορούν να νιώσουν τον αληθινό πόνο που αυτός γεννάει, τα δράματα και τις τραγωδίες τις οποίες ανεβάζει στο θέατρο του κόσμου η αμείλικτη Ιστορία, και πώς να σταθούν πάνω από αυτά τα δράματα και τις τραγωδίες και να ψάξουν για να βρουν τους λόγους και τις αιτίες, υπαρκτές εξάπαντος, που τα και τις δημιουργούν, αφού τα λογαριάζουν, σαν να βρίσκονται σε παράκρουση, του καθενός «φαντασιώσεις»!Και αν θέλει κανείς να αναζητήσει την αιτία, που ο κατά τις μαρτυρίες των Αρχαίων κλειστός και «ελάχιστα κοινωνικός» Ευριπίδης θεωρούσε ευτυχή όποιον είχε γνωρίσει την Ιστορία, θα έλεγα πως ίσως αυτό οφειλόταν στο ότι ο ίδιος, γνωρίζοντας και θεώμενος την Ιστορία, είχε συλλάβει τη βαθύτερη τραγική διάστασή της και δεν έτρεφε αισιόδοξες αυταπάτες. Θεωρούσε όμως χρέος του να μιλάει στο κοινό του για τους όρους μιας καλύτερης, όσο γινόταν, ανώτερης ζωής.

You may also like...