Όσες τριανταπεντάρες διάβασαν μέχρι τώρα το νέο βιβλίο μου, «Θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα!», μου είπαν με ένα στόμα: «Τι σόι γυναίκες ζούσαν στην Αθήνα πριν από εξήντα χρόνια; Ήταν γήινα πλάσματα ή μήπως είχαν έρθει από άλλους πλανήτες;» Τι σόι, αλήθεια, γυναίκες ζούσαν στην πρωτεύουσα και κατ’ επέκτασιν στην υπόλοιπη χώρα μας πριν από εξήντα χρόνια;
Στη ζωή που ζούσαν αυτές οι γυναίκες στις δεκαετίες 1950-1960, η οποία φαντάζει εξωγήινη στις σημερινές τριαντάρες, τριανταπεντάρες, ακόμα και σαραντάρες, είναι αφιερωμένο το βιβλίο μου. Είναι διηγήματα μικρά, στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, τα οποία άνετα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς εκλαϊκευμένη κοινωνιολογική μελέτη εκείνης της εποχής. Είναι η ζωή που ζούσαν οι μανάδες μας, οι θείες, οι έφηβες και οι μεγαλύτερες σε ηλικία ξαδέρφες και γειτόνισσες, προσαρμοσμένες πλήρως στο «τυπικό» αυτής της ζωής και στην ουσία… «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε»!
Εμείς τα πιτσιρίκια κρυφοκοιτάζαμε τη ζωή από τις «κλειδαρότρυπες» των αυτιών και τις χαραμάδες των μισόκλειστων ματιών… Κρυφοκοιτάζαμε και μαθαίναμε. Κρυφοκοιτάζαμε και ή θα κρατούσαμε το στόμα μας κλειστό ή, αν ήμαστε μαρτυριάρικα, φέρναμε τα πάνω κάτω στην οικογενειακή ζωή…
Στη ζωή που ζούσαν αυτές οι γυναίκες στις δεκαετίες 1950-1960, η οποία φαντάζει εξωγήινη στις σημερινές τριαντάρες, τριανταπεντάρες, ακόμα και σαραντάρες, είναι αφιερωμένο το βιβλίο μου. Είναι διηγήματα μικρά, στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, τα οποία άνετα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς εκλαϊκευμένη κοινωνιολογική μελέτη εκείνης της εποχής. Μα, επιτέλους, ποια ήταν τα κακά, τα «εξωγήινα» στη ζωή των γυναικών πριν από εξήντα χρόνια;Όσες μαθήτριες του γυμνασίου έτρεμαν σύγκορμες όταν κάποιο πονηρό μάτι τις έβλεπε να φεύγουν το μεσημέρι από το σχολείο μαζί με τον αγαπημένο τους, τη γνωρίζουν καλά αυτή τη ζωή. Κι αν τύχαινε και πήγαινε ο πονηρομάτης και τις κάρφωνε στους γονείς («είδα την κόρη σας να γυρίζει από το σχολείο παρέα με κάποιον συμμαθητή της») κι αν επακολουθούσε επεισόδιο – από απλή επίπληξη μέχρι και ξυλοφόρτωμα; Θεός φυλάξοι!Όσα κορίτσια δώδεκα και δεκατριών ετών υποχρεώθηκαν από τους γονείς τους να διακόψουν τη μόρφωσή τους με το απολυτήριο του δημοτικού και να ταξιδέψουν παρά τη θέλησή τους στην Αυστραλία, όπου οι γονείς τις είχαν «καπαρώσει» σε γαμπρούς χωρίς να τις ρωτήσουν, την ξέρουν και την παραξέρουν αυτή τη ζωή.Όσες αρραβωνιασμένες κοπέλες έχασαν την παρθενιά τους από τον επίσημο μνηστήρα και μετά τη διάλυση του αρραβώνα οδηγήθηκαν από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους στον γυναικολόγο για παρθενορραφή σαν τα αρνιά στη σφαγή, είναι καμένες από αυτή τη ζωή.Η απλή γυναίκα του σπιτιού, που έδωσε το είναι της μέσα στη γαλέρα των «οικιακών» χωρίς να τολμά να ζητήσει από τον σύζυγο-αφέντη ούτε ένα τρύπιο κέρμα για να ανάψει κερί στην εκκλησία την Κυριακή, είναι ο καλύτερος μάρτυρας για το πώς μπορεί να στύψει κανείς μια ανυπεράσπιστη γυναίκα σαν το λεμόνι και να πετάξει τη λεμονόκουπα στα σκουπίδια…Ήταν όλες οι γυναίκες τότε υποταγμένες σ’ αυτόν τον παραλογισμό; Παντρεύονταν, για παράδειγμα, με το ζόρι όλες οι γυναίκες κάποιους, που ούτε στον ύπνο τους δεν ήθελαν να βλέπουν; Όχι. Ευτυχώς, όχι. Υπήρξαν και γυναίκες που επαναστάτησαν ακόμα και σε βαθιά γεράματα! Χωρίς να υπολογίσουν ούτε το ακριβό αντίτιμο που πλήρωσαν οι ίδιες, ούτε και τις… παράπλευρες απώλειες.«Θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα!»Ντίνα Εξάρχου Εντός 112 σελ. Τιμή € 12,00