ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ – ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ
Μ.Χουρμούζη «Γρόσια θέλει….»
Δραματουργική επεξεργασία-Σκηνοθεσία:Μαρία Φραγκή
Μουσική: Βασιλική Αντωνάκη
Σκηνογραφική, Ενδυματολογική επιμέλεια: Άννα Μαχαιριανάκη
Παίζουν: Τάσος Μπλάτζιος, Γιώργος Ρουστέμης
Oργάνωση Παραγωγής, Φωτογραφίες : Αλεξάνδρα Ξύδα
Στο ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ, Γεννηματά 20, Μετρό Πανόρμου, τηλ. 210 6929090
5-27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013,
ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ στις 19.00 ,
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ & ΣΑΒΒΑΤΟ στις 21.30 Γενική είσοδος 10 ευρώ – Στην τιμή συμπεριλαμβάνεται ένα ποτό
Το έργο του μεγάλου Έλληνα δραματουργού που έχει το γενικό τίτλο «Διάλογοι» εκδίδεται το 1837 και συγκεντρώνει κείμενα που είχε δημοσιεύσει ήδη από το 1834 στην εφημερίδα Εποχή. Η Επανάσταση νωπή ακόμη. Πιο οδυνηρές οι ηχηρές επιπτώσεις της διχόνοιας στη δημόσια και πολιτική ζωή. Είναι γεγονός ότι οι επαναστατικές και πρώτες ανεξάρτητες φωνές των Ελλήνων έχουν ποτιστεί βαθιά με ιδέες γύρω από το όραμα της νέας πατρίδας, καθαρής και ελεύθερης από διάφορες μορφές υποταγής. Ανάμεσά τους ο Μ. Χουρμούζης με το συγγραφικό έργο του φαίνεται να αναλαμβάνει σοβαρά το ρόλο του κριτή των όσων ευτράπελων και τραγικών, κυρίως, ακολούθησαν τα πρώτα χρόνια της νέας Ελλάδας. Με ισχυρό όργανο κριτικής πρωτίστως την κωμωδία του έχει καθορίσει το νεοελληνικό θέατρο. Κάνοντας μια παράσταση πάνω στους «Διαλόγους»- οι οποίοι θίγουν με πιο άμεσο τρόπο θέματα του ενδιαφέροντός του και έχουν μια γλώσσα που συγγενεύει με το θέατρό του, αλλά είναι εξίσου ισχυρή με την αμεσότητα του πολιτικού λόγου/διαλόγου- επιδιώκουμε να αναδείξουμε μια επίκαιρη , ηθικά και ιστορικά, ρητορική. H ίδια ρητορική άλλωστε μας διεγείρει το ενδιαφέρον όταν ακούγεται ως αμιγής «πολιτικός λόγος» από τον βουλευτή Φθιώτιδος και αντιπρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, Μ. Χουρμούζη, ο οποίος αναφέρεται στην υπουργική ελίτ ως εξής: «Ζητώ συγγνώμην παρά του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού διότι έφερε αυτόν εις θέσιν να παρουσιασθεί σήμερον εις την Βουλήν, όπερ είναι οχληρόν εις τους Υπουργούς οίτινες μας επισκέπτονται μόνον όταν έχωσιν απαίτησίν τινα και μάλιστα χρηματικήν. Διότι οσάκις βλέπομεν εν τη Βουλή Υπουργόν , ενθυμούμεθα την εποχήν των ραγιάδων, οίτινες άμα έβλεπον Οθωμανόν εις το χωρίον των, έλεγον «Τούρκον είδες; Γρόσια θέλει» και ακόμη « Παράδοξον τι συμβαίνει δυστυχώς εις τον τόπον τούτον. Πολλοί συνήθως πριν περιέλθουν εις την εξουσίαν, είναι φιλόνομοι, δημοτικοί, χριστιανοί τέλος πάντων. Αλλ’ άμα προσεκλήθησαν υπουργοί, παραδίδουσι εις τους προκατόχους των όλας τας αρετάς ταύτας, δια να τας λάβωσι και αυτοί παρά των προσεχών διαδόχων των. Πολύ το επιθυμώ να ήμουν κάτοχος της χημείας, δια να ίδω εκ ποίων σύγκειται μερών το μεταβάλλον ούτω τους χαρακτήρας χαρτοφυλάκιον» Για το ύφος των λόγων του κατά τη θητεία του στη Βουλή, οι συνάδελφοί του σχολιάζουν «αλλά και εις τον τρόπον της αγορεύσεως του παραφερόμενος, μετεχειρίσθη είδος τι παιγνιώδους κα προσβλητικής γλώσσης, λησμονών ότι επιτρέπηται αύτη παρά τινών, έκαστος όμως είναι ελεύθερος να αποδώσι αυτώ ή αριστοφάνειον χάριν». Το 1856 ο Χουρμούζης εγκαταλείπει για πάντα την Ελλάδα και γυρίζει στην Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτήν τη φυγή έχουν επιχειρηθεί πολλές εξηγήσεις ακόμη και από συγγενείς του, όμως δεν διακρίνεται καθαρά κάποια αφορμή. Ο Δ. Σπάθης θεωρεί αιτία της φυγής του μια γενική απογοήτευση που ήταν διάχυτη την εποχή εκείνη. Από τους «Διαλόγους» ήδη το συναντάμε ως πρακτική των απελπισμένων: « Κ: Αύριον δεν μ’ ευρίσκεις… διότι αναχωρώ απόψε.- Ν: Δια πού; Κ: Δι’ όπου εύρω πόρον ζωής, πιθανόν διά την Τουρκίαν» Ο Σπάθης σημειώνει πως θεωρεί αιτία της φυγής του Χουρμούζη «την οριστική διάψευση των ελπίδων για κείνους που πίστεψαν πως αυτή τη φορά η διεθνής συγκυρία θα ευνοούσε την πραγματοποίηση των εθνικών πόθων». Στην εποχή μας, με μια ιστορία που έχει περάσει από τα δάνεια της «Ανεξαρτησίας» στα δάνεια της εξάρτησης, θεωρούμε απαραίτητο να ξαναδούμε πόσο σημαντική γίνεται η πολιτική σκέψη και κατανόηση της ιστορίας και φυσικά ο πολιτικός λόγος που αρθρώνεται ζωντανά σε δημοκρατικό περιβάλλον ισότιμης ανταλλαγής και όχι υπό το φως «προβολέων», που καθορίζουν έναν άλλο τρόπο, φιλικό προς το θέαμα αλλά εχθρικό προς την αληθινή ζωή. Η παράσταση παίζεται με τη μορφή του πολιτικού καφενείου, όπου το κοινό συνυπάρχει στο ίδιο περιβάλλον με τους ήρωες, πίνει καφέ (ή κάτι άλλο) και ίσως να σχολιάζει- κάτι που του είναι πολύ οικείο- υπογραμμίζοντας έτσι την παράδοση του κατεξοχήν ελληνικού δημόσιου χώρου πολιτικής σκέψης και λόγου, του καφενείου.