Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015 και ώρα 19.00 & 21.30
Προβολές στο Λαογραφικό & Ιστορικό Μουσείο Ξάνθης
Deutschland im Herbst / Η Γερμανία το φθινόπωρο 1978, 119´
Σκηνοθεσία: Alexander Kluge, Volker Schlöndorff, Rainer Werner Fassbinder, Alf Brustellin, Bernhard Sinkel, Katja Rupé, Hans Peter Cloos, Edgar Reitz, Maximiliane Mainka, Peter Schub.
Έντεκα πολιτικοποιημένοι κινηματογραφιστές του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου αναμιγνύουν την τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία και αποτυπώνουν καλειδοσκοπικά και σύνθετα τον προβληματισμό για τα γεγονότα και το κλίμα του Γερμανικού Φθινοπώρου. Το Γερμανικό Φθινόπωρο, όπως έμεινε στην ιστορία, αναφέρεται σε εκείνες τις μέρες του Σεπτέμβη-Οκτώβρη του 1977, κατά τη διάρκεια των οποίων κορυφώνεται η σύγκρουση του γερμανικού κράτους με τη Φράξια Κόκκινος Στρατός-RAF. Η ταινία ξεκινά με αρχειακό υλικό από την κηδεία του Χ. Σλάιερ, μέλος των Εσ-Ες και βιομήχανος-καπιταλιστής, ο οποίος είχε απαχθεί από τη RAF, ώστε σε αντάλλαγμα να αποφυλακιστούν οι σύντροφοι της από τις γερμανικές φυλακές. Τελικά εκτελέστηκε. Τα μέλη της RAF αυτοκτόνησαν/τους δολοφόνησαν στη φυλακή. Στην ταινία βλέπουμε πλάνα από την ανεπίσημη κηδεία τους.
«Η Γερμανία το Φθινόπωρο», φτιαγμένη εν θερμώ, δείχνει μεταξύ άλλων το τεράστιο συγκινησιακό φορτίο που συνδέεται με το θεαματικό «φαινόμενο της τρομοκρατίας» και το πως αυτή η συλλογική αίσθηση του δράματος και της τραγωδίας γίνεται θεμελιώδες δεδομένο των εκατέρωθεν πολιτικών στρατηγικών από και για τα ΜΜΕ.
Το trailer της ταινίας https://www.youtube.com/watch?v=HUFLt9e7PFY
Μην χάσετε τη εξαιρετική αυτή ταινία- κρατήσεις θέσεων στο Λαογραφικό & Ιστορικό Μουσείο Ξάνθης τηλ. 25410 25421
Ανάρτηση από Schrödinger’s Cat
Εξαιρετική ματιά πάνω στην εποχή, τα κινήματα και τους ανθρώπους της, που καταγγέλλει τη βαρβαρότητα του «αντιτρομοκρατικού» κράτους χωρίς να υποκύπτει στη συναισθηματική γοητεία της «ένοπλης πάλης». Με θέμα την RAF και τα γεγονότα που σημειώθηκαν στις 44 ημέρες του Σεπτέμβρη – Οκτώβρη του 1977 στη Δ. Γερμανία, που ονομάστηκαν “γερμανικό φθινόπωρο”. Η ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ γεννήθηκε μέσα από τις φοιτητικές εξεγέρσεις και τη δολοφονία του φοιτητή Ονεζοργκ τον Ιούνη του 67, το Μάη του ’68, τις αντιδράσεις στον πόλεμο του Βιετνάμ και το ξεκαθάρισμα με το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1977 η οργάνωση απήγαγε τον πρόεδρο της Ενωσης γερμανών εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάιερ και απαίτησε 100.000 μάρκα και την απελευθέρωση 11 συντρόφων της από τις γερμανικές φυλακές. Στις 13 Οκτωβρίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις των απαγωγέων με το γερμανικό κράτος συνεχίζονταν, σημειώθηκε αεροπειρατία Παλαιστινίων σε αεροπλάνο της Λουφτχάνσα προερχόμενο από τη Μαγιόρκα. Oι αεροπειρατές υιοθέτησαν μεταξύ των άλλων και τα αιτήματα των απαγωγέων του Σλάιερ. Η γερμανική κυβέρνηση πήρε την απόφαση να μην υποκύψει και εκδηλώθηκε επιχείρηση της ειδικής μονάδας GSG 9- τρεις από τους τέσσερις αεροπειρατές σκοτώθηκαν και οι 86 όμηροι απελευθερώθηκαν.
Το πρωί της 18ης βρέθηκαν στο κελί τους στον 7ο όροφο των φυλακών του Στάμχαϊμ νεκροί οι Μπάαντερ, Ράσπε και Ενσλιν, ενώ η τέταρτη κρατούμενη Μέλερ έφερε βαριά τραύματα από μαχαιριές στο στήθος, αλλά επέζησε. Οι αρχές έκαναν λόγο για ομαδική αυτοκτονία, όμως υπήρχαν πολλά στοιχεία που προκάλεσαν την αμφισβήτηση της επίσημης εκδοχής (<αυτοκτόνησαν – τους δολοφόνησαν> όπως τραγούδησε και ο Ν. Άσιμος). Μία μέρα αργότερα, οι ένοπλοι ειδοποίησαν πως ο Χανς Μάρτιν Σλάιερ βρισκόταν νεκρός στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου κοντά στο Στρασβούργο.
Το θύμα της RAF, Χανς Μάρτιν Σλάιερ, υπήρξε μέλος των Ες-Ες και οι στενές του γνωριμίες με την ηγεσία του Ράιχ, και τον ίδιο τον Γκέμπελς, του επέτρεψαν να αποφύγει το μέτωπο όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Μετά τον πόλεμο, ο Σλάιερ βρέθηκε στην κορυφή της Ενωσης εργοδοτών της Δ. Γερμανίας. Οταν το 1975 ο συγγραφέας Μ. Ενγκελμαν αποκάλυψε το παρελθόν του, ο Σλάιερ αρνήθηκε να τον μηνύσει δηλώνοντας με κυνισμό- “Γιατί να το κάνω; Ολα όσα γράφει είναι αλήθεια.” Κατά τη διάρκεια της κράτησής του από τη RAF βιντεοσκοπήθηκαν οι απαντήσεις του Σλάιερ στα ερωτήματα των απαγωγέων του. Οι κασέτες δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Το ημι-ντοκιμαντέρ του Φασμπίντερ, περιέχει μεταξύ των άλλων σκηνές από την κηδεία του Σλάιερ, αλλά και των Μπάαντερ, Ράσπε και Ενσλιν, τις ερωτήσεις-ανάκριση του Φασμπίντερ προς τη μητέρα του, και συνέντευξη μέσα από τις φυλακές, με τον ιδρυτή της RAF, Χορστ Μάλερ.(τα περισσότερα από τα στοιχεία που ακολουθούν προέρχονται από παλιότερο δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας)
Στις 19 Οκτωβρίου του 1977, οι φυλακές του Στάμχαϊμ στη Στουτγάρδη άνοιγαν τις πύλες τους στους τρεις «πλέον καταζητούμενους τρομοκράτες» της RAF, Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Εσλιν και Γιαν-Καρλ Ράσπε, τους προς το νεκροτομείο. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι και οι τρεις φυλακισμένοι, βαθιά απογοητευμένοι, είχαν δεθεί με ένα «συμβόλαιο αυτοκτονίας» το οποίο και είχαν εκτελέσει.
Η νύχτα εκείνη βαφτίστηκε Todesnacht («Νύχτα θανάτου»). Και στο ξημέρωμά της, φάνηκαν αναπάντητα ερωτήματα…
Η ιστοριογραφία των γεγονότων είναι σχεδόν κινηματογραφική: Μια απαγωγή, ανθρωποκυνηγητό, μια αιματηρή αεροπειρατεία, και μετά ο «τυχαίος θάνατος» των τριών ιστορικών στελεχών της Rote Armee Fraktion.
Σε μια υπόθεση που μοιάζει πολύ με εκείνη του Αλντο Μόρο στην Ιταλία, η επιχείρηση απαγωγής του μεγαλοβιομήχανου Χανς-Μάρτιν Σλέγερ από τους αντάρτες πόλης, τον Σεπτέμβρη του 1977, χρησιμοποιήθηκε για να απαιτηθεί η απελευθέρωση των φυλακισμένων μελών της RAF (συν ένας «επαναστατικός φόρος» 100.000 μάρκων). Όμως, ενώ το δυτικογερμανικό κράτος εμφανίζεται να παζαρεύει την απαγωγή, μια αεροπειρατεία περιπλέκει την κατάσταση: Στις 13 Οκτώβρη, τέσσερις Παλαιστίνιοι καταλαμβάνουν αεροσκάφος της Λουφτχάνσα με 91 άτομα, και έπειτα από περιπλάνηση ημερών, καταλήγουν στις 17 Οκτωβρίου στο Μογκαντίσου της Σομαλίας. Αίτημα, η απελευθέρωση των μελών της RAF. Το δράμα κορυφώνεται όταν η επίλεκτη γερμανική αντιτρομοκρατική ομάδα επιτίθεται στο αεροσκάφος, σκοτώνει τρεις από τους αεροπειρατές και απελευθερώνει τους ομήρους. Από εδώ και πέρα οι εικόνες θολώνουν: Οι δυτικογερμανικές αρχές θα ενημερώσουν το πρωί της 18ης Οκτώβρη ότι οι Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Εσλιν και Καρλ Ράσπε, έχοντας μάθει τις εξελίξεις, συμφώνησαν να αυτοκτονήσουν. Στο ίδιο συμβόλαιο αυτοκτονίας συμμετείχε και η Ιρμγκαρντ Μέλερ, η οποία όμως δεν πετυχαίνει στην απόπειρά της και διασώζεται. Όμως η πρώτη ένδειξη ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, δόθηκε στη διάρκεια της κηδείας των τριών, που έγινε δέκα μέρες μετά, κι αφού οι εκκλησιαστικές αρχές δεν εξέδιδαν άδεια ταφής για τους «ασεβείς τρομοκράτες». Η λύση δόθηκε στις 27 Οκτώβρη από τον δήμαρχο της Στουτγάρδης, Μάνφρεντ Ρόμελ, γιο του Ερβιν Ρόμελ (του γερμανού στρατάρχη του Β’ Π.Π.) που έδωσε άδεια ταφής δηλώνοντας ότι «κάθε έχθρα παύει μετά θάνατο». Η θολή εικόνα των διαδρόμων του Στάμχαϊμ όμως, δεν ξεκαθάρισε ποτέ. Οι τρεις έγκλειστοι, προκειμένου να αυτοκτονήσουν, είχαν, άραγε, καταφέρει να έχουν πιστόλια, μαχαίρια, ραδιόφωνα, ακόμη και μυστική τηλεφωνική ενδοεπικοινωνία. Κι όλα αυτά, στα λευκά κελιά όπου ακόμη και οι δικηγόροι χρειαζόταν μιάμιση ώρα σωματικού ελέγχου για να διαβούν το κατώφλι; Η διασωθείσα Μέλερ, που αφέθηκε ελεύθερη το 1994 λόγω βλάβης υγείας, διέψευσε με πάθος ότι έπεσε τέσσερις φορές πάνω στο μαχαίρι της για να αυτοκτονήσει, δηλώνοντας ότι οι σύντροφοί της απλώς εκτελέστηκαν…