Μ’ αρέσουν τ’ αμφιθέατρα. (Γ.Σεφέρης, Επί Σκηνής, Β’)
Το αμφιθέατρο χτίστηκε για να γίνει ο οίκος του θεάτρου. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα η αρχιτεκτονική του δεν ξεπεράστηκε. Ο θεατής από τις κερκίδες του βλέπει αμφί, δηλαδή και από εδώ και από εκεί, και από κοντά και απ’ όλες τις πλευρές. Είναι «τόπος πανταχόθεν περισκοπούμενος» (γράφει το λεξικό του Σούδα και ο Σπύρος Ευαγγελάτος σε κάθε πρόγραμμα του δικού του Αμφιθεάτρου). Όταν είσαι στο αμφιθέατρο βλέπεις τα πάντα στην ορχήστρα· και το «περιώνυμο φονικό», όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο Επί Σκηνής. Από το θέατρο πέρασε στα πανεπιστήμια και αλλού. Γνωστό «αλλού» είναι το Κολοσσαίο, όπου θηρία καταξέσκιζαν ανθρώπους, αλλά και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα το ίδιο, με άλλους όρους, συμβαίνει.Το αμφιθέατρο, λοιπόν, παραμένει ως χώρος εμβληματικό και αποτελεί την πιο σημαντική αίθουσα του πανεπιστημίου, στην οποία παίζεται το δράμα είτε της διδασκαλίας είτε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, της υποστήριξης ενός διδακτορικού. Γι’ αυτή την τελευταία του ιδιότητα το επέλεξε για τίτλο του ο Δημήτρης Ποταμιάνος και το κατέστησε χώρο του δράματος και της δράσης της ηρωίδας του, όπως αυτή «εκτελείται» μέσα στην «αχηβάδα» και ας κατακυρώνεται αλλού η Έξοδος. Το Αμφιθέατρο δεν είναι η γνωστή πανεπιστημιακή αίθουσα, αλλά μια αρένα, ένα θέατρο, ο κόσμος όλος, σε κοινή θέα και πολλαπλή κρίση και με τις δύο έννοιες της λέξης. Ο συγγραφέας ονομάζει μυθιστόρημα το απολαυστικό αφήγημά του, ενώ από τα συμφραζόμενα προκύπτει πως είναι παρατήρηση, σχόλιο, κριτική πάνω στα πανεπιστημιακά δρώμενα, αλλά και άλλα που ταλανίζουν ή χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας φαινόμενα. Φαινόμενα συμπεριφορών, επιβολής ρόλου, αναρρίχησης στην πάσης φύσεως εξουσία, εν προκειμένω στην πανεπιστημιακή έδρα, τρόπων και μεθόδων, αρχής γενομένης από την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος. Η παραδοξολογία να υποστηρίζει κάποιος τη διατριβή του και να αναγορεύεται διδάκτωρ με «Άριστα» και, αντί να πετάξει από χαρά και υπερηφάνεια, να νιώθει πένθος είναι προανάκρουσμα και προοικονομία μελλοντικών δεινών.
Συγκεκριμένα, ο Γεράσιμος Κλαουδάτος είναι μέλος της επιτροπής, η Ευανθία Καλομοίρη είναι η υποψηφία διδάκτωρ και ο Ανδρέας Φούσκος ο πρωτοβάθμιος καθηγητής, επιβλέπων της και επικεφαλής, με το ύφος εκείνου που αποφασίζει, έχει το γενικό πρόσταγμα και την τελευταία λέξη, όπως και το όνομά του υπαινίσσεται. Η Καλομοίρη καλύτερα θα ήταν να λέγεται Κακομοίρη ή Σκαλκώτα, για να μην ξεφύγουμε από την καλλιτεχνική οικογένεια, αφενός, και για την καταδίωξη που υπέστη ο ταλαντούχος μουσικός, αφετέρου.Ο αφηγητής προβαίνει στην περιγραφή του χώρου και εστιάζει το βλέμμα στα στραβά αναρτημένα κάδρα των παρελθόντων καθηγητών, σαν υποδήλωση του στραβού συστήματος. Οι γνώμες και οι κρίσεις για τη λειτουργία του, η έλλειψη σεβασμού, οι ομαδικές τελετές απονομής πτυχίου, οι περγαμηνές που ποτέ δεν είναι έτοιμες στην ώρα τους, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες με τα «καλά» τους ρούχα, η περιγραφή της όλης σκευής της υποψηφίας, χωρίς να λείπουν και κάποια σεξιστικού τύπου σχόλια, συνθέτουν το μωσαϊκό της πρώτης φάσης του βιβλίου. Ο Φούσκος «είχε φθάσει στην αίθουσα της Συγκλήτου μαζί με την κουστωδία του, τα δύο εναπομείναντα –χαμηλόβαθμα και καταφανώς υποταγμένα στις βουλές και στις ιδιοτροπίες του αφέντη– μέλη της κριτικής επιτροπής» (Η σχέση καθηγητή και κουστωδίας με πολύ αναλυτικό και εξονυχιστικό τρόπο δίδεται από τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη στο Ανωφελές διήγημα, Κέδρος 1993. Μια ιστορία αληθινή που καταλήγει τραγική και, σε μια παράμετρό του, για το πανεπιστημιακό κατεστημένο, επαίσχυντη). Λέει, λοιπόν, ο Φούσκος: «Καθίστε, παρακαλώ, να ξεκινήσουμε» και ανάμεσα στα άλλα επαινετικά για την επιβλεπομένη του είναι ότι η παρουσίασή της θα κάνει τη «δ ι α φ ω ρ ά»… «δ ι α φ ω ρ ά με ωμέγα» (Εδώ βεβαίως μας στέλνει κατευθείαν στον Ντεριντά και την différence/différance, του Γάλλου στοχαστή, η οποία, σε μια δραματική συρρίκνωση, σημαίνει κάτι σαν την υπερ-γνώση).
Η Καλομοίρη αρχίζει την υποστήριξη της διατριβής της με αναφορές στα αντιθετικά ζεύγη του καλού και του κακού, της αλήθειας και του ψεύδους, και άλλα από τη φιλοσοφία γνωστά. Σε πρώτη φάση με «μάτια ερμητικά κλειστά» θα διαβάσει, σαν τυφλός Μπόρχες, βιβλία από τη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, θα περιγράψει το λαβυρινθοειδές Οικοδόμημα, Σύμπαν – Βιβλιοθήκη (βλ. Ουμπέρτο Έκο, Το Όνομα του Ρόδου) και με βουλωμένα τα αυτιά θα ακούσει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Με αυτόν τον τρόπο θα υποστηρίξει πως ο τυφλός Μπόρχες έβλεπε καλύτερα από αυτούς που έχουν μάτια και δεν βλέπουν και ο κουφός Μπετόβεν άκουγε καλύτερα από τους έχοντας ώτα μεν, μη ακούοντας δε. Σειρά έχει και ο άλαλος, οπότε η Καλομοίρη «μιλάει» με τη γλώσσα της νοηματικής. Ο Καθηγητής όμως εκφράζει έντονα τη δυσαρέσκειά του για τον θεατρικό τρόπο της παρουσίασης, επιτίθεται στην υποψηφία, ωστόσο ζυγίζοντας στο χέρι του τον τόμο, που ξεπερνάει τα δύο κιλά, αποφαίνεται πως περνάει «με Άριστα».Ο Κλαουδάτος, που παίρνει τον λόγο, αναπτύσσει με «μακροσκελή προφορική έκθεση ιδεών» τη διαφωνία ή τη συμφωνία του με τους θεσμούς και την ιεραρχία, προβαίνοντας με τον Φούσκο σε μια μονομαχία πολιτιστικού πιγκ πογκ, επιστρατεύοντας κινηματογραφικές ταινίες και βιβλία, όπου το κακό θριαμβεύει ή το καλό παίρνει εκδίκηση. Και όλα αυτά στο πλαίσιο της αξιολόγησης της υποψηφίας διδάκτορος.Ενδιαφέρον έχει η άποψη του αφηγητή ότι οι κριτές δεν έχουν διαβάσει ή έχουν διατρέξει στο πόδι το κρινόμενο έργο και ότι ο κάθε κριτής, προϊούσης της διαδικασίας, αρπάζει την ευκαιρία που προσιδιάζει στη δική του ειδικότητα, για να κάνει σχόλιο. Στο τραπέζι πέφτουν θέματα όπως η «σταδιοδρομία» των νέων, η ιεραρχία, οι επιστημονικές εργασίες που είναι «συρραφή σκόρπιων ξένων ιδεολογημάτων», ο τρόπος εκλογής σε ανώτερη βαθμίδα και άλλα την πανεπιστημιακή κοινότητα αφορώντα, τα οποία ο συγγραφέας μοιάζει να ξέρει από πρώτο χέρι. Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση για το επίρρημα «απλά», «το διαδεδομένο γραμματικό λάθος» (συγγνωστό όμως, όπως θα ‘λεγε και ο αείμνηστος Τζουγανάτος), το λαϊκό ξεφάντωμα στην παραλιακή, τις ακραίες ερωτικές συνευρέσεις, τη χρήση του αυγού του Μπατάιγ (προφανώς αναφέρεται στην Ιστορία του ματιού, Άγρα, 1982).
Εντέλει, το βιβλίο με το πλουσιότατο πολιτιστικό διακείμενό του εξακτινώνεται σε όλα τα πεδία της ζωής: Ιστορία, κοινωνιολογία, οικονομία, πολιτική εντός, εκτός και επί τα αυτά των συνόρων, για να καταλήξει, παρά το γλαφυρό του ύφος και την απομυθοποιητική διάθεση της αρχής, στο τραγικό, δυστυχώς, τέλος. Το Αμφιθέατρο δεν είναι η γνωστή πανεπιστημιακή αίθουσα, αλλά μια αρένα, ένα θέατρο, ο κόσμος όλος, σε κοινή θέα και πολλαπλή κρίση και με τις δύο έννοιες της λέξης. Αμφιθέατρο