Ελένη Κατσαμά Η δεκαετία του ’80 βρίσκει τα παιδικά μου καλοκαίρια σ’ ένα χωριό της Κρήτης. Στο κατώι της γιαγιάς μεγαλώνουν γενιές κουνελιών, κουνέλια που χαϊδεύω κάθε απόγευμα καθισμένη με τις ώρες ανάμεσά τους. Το στιφάδο είναι μια σκέψη που αποδιώχνω. Με μικρές παραλλαγές το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόβατα του παππού, που αργά ή γρήγορα κι αυτά θα καταλήξουν σε αχνιστές πιατέλες. Και με τους κόκορες, που όμως οφείλω να ομολογήσω πως δεν χώνεψα ποτέ μου. Ούτε και τις κότες. Καμία επανάσταση ποτέ δεν θα καταφέρει ν’ αλλάξει το πεπρωμένο των ζώων.Πού και πού, το τρίκυκλο κάποιου νεαρού βοσκού σκορπίζει τη βουκολική ηρεμία στον δρόμο για το κοπάδι του. Περιπλανιέμαι σαν τη Μαρία στον Γορίλλα στο φεγγάρι, από χωράφι σε αλώνι κι από αλώνι σε αμπέλι χωρίς σκοπό, τρέχω πίσω απ’ το νερό που περνάει απ’ την αυλή μας και ποτίζει τα μποστάνια του χωριού, παρακολουθώ τα βήματα του δάσκαλου χορού που έρχεται και μαθαίνει στους μεγαλύτερους συρτό, σούστα και καστρινό. Όταν πέφτω και σπάω τα γόνατά μου στριφογυρίζοντας στο αλώνι του παππού μου, βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου πως θα έχω φτάσει μέχρι το σπίτι μου πριν το αίμα κυλήσει μέχρι τον δρόμο. Και τα βράδια που κλείνομαι στο σπίτι, ντύνω τις κούκλες μου με απομεινάρια υφασμάτων απ’ το μπαούλο της γιαγιάς και φοβάμαι τον γορίλλα που ουρλιάζει χτυπώντας τις γροθιές στο στήθος του, στη ζούγκλα που κρέμεται από το κάδρο του τοίχου που ακουμπάει το κρεβάτι μου. Στο μεταξύ, μερικές δεκάδες μέτρα μακριά, αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν σκελετούς και θησαυρούς, αποκαλύπτοντας κομμάτι κομμάτι την αρχαία νεκρόπολη στη θέση Ορθή Πέτρα. Το Μάτι του Τουταγχαμών θα βρεθεί το 2011 να κρέμεται από έναν γυναικείο σκελετό σ’ έναν οικογενειακό τάφο και θα ενεργοποιήσει τη φαντασία μου.Η ζούγκλα στην οποία ουρλιάζει ο γορίλλας ζωντανεύει μπροστά στα μάτια της Μαρίας. Μάτια που κοιτάζουν πίσω από τους στραβικούς φακούς των γυαλιών της, βλέποντάς τα όλα αλλιώς. Η Τζουν βρυχάται σαν τίγρης και γουργουρίζει σαν γατάκι. Η υγρασία κόβει φέτες την ανάσα. Ο μπαμπάς της Μαρίας διαβάζει την εφημερίδα του μέσα στην κοιλιά του κήτους της θάλασσας. Και όταν λάμψει από τα χώματα το Μάτι του Τουταγχαμών, όλα παίρνουν την κάτω βόλτα. Η ξηρασία είναι μόνο η αρχή. Και η Ουρανία, το τέρας που ξυπνάει τον ίδιο τον βασιλιά Μίνωα από τα δαιδαλώδη υπόγεια της Κνωσού, θέλει απελπισμένα να ταΐσει τη ματαιοδοξία της.Ο γορίλλας θα εμφανιστεί σαρωτικός, συντριπτικός και αδίστακτος. Μαζί με τη συνείδηση του κόσμου, τον παντοτινά μικρό και αγέραστο Σεϊτάνου, θα αποκαλύψουν στη Μαρία πτυχές του απόντα πατέρα της. Κι όσο πιο βαθιά στον χρόνο ταξιδεύουν οι αρχαιολόγοι, τόσο βαθύτερα στο παρελθόν της βυθίζεται η Μαρία, που έχει ορκιστεί να ανακαλύψει το μυστικό που κρύβεται πίσω από την εξαφάνισή του. Κάθε άλλο παρά δειλή, είναι γενναία και τολμηρή, αστεία, άτακτη και όσο αλλόκοτη χρειάζεται για να αναμετρηθεί με τον γορίλλα στο φεγγάρι και τελικά να βγει κερδισμένη.