Ο Έρικ Χομπσμπάουμ είναι ο τελευταίος εναπομείνας από τους μεγάλους μαρξιστές ιστορικούς, αυτός που επέζησε όλων των άλλων για να καταγράψει τις τελευταίες δεκαετίες και είχε το θλιβερό προνόμιο να γράψει και για την απώλεια των συναδέλφων του. Ο Χομπσμπάουμ μεταξύ ίσων εφάρμοσε τον ιστορικό υλισμό στην ιστοριογραφική του πράξη. Είναι ο «αμετανόητος κομμουνιστής» που ήξερε εξαρχής ότι το σύστημα είχε μέσα του τα σπέρματα της αποτυχίας. Όμως, η «δουλειά του ιστορικού δεν είναι να εξυμνεί και να μέμφεται, αλλά να αναλύει» και αυτό κάνει, παραβιάζοντάς το, ωστόσο, με τσουχτερές κρίσεις που συνιστούν ένα απολαυστικό σήμα κατατεθέν του.Το βιβλίο αποτελείται από Πρόλογο στην ελληνική έκδοση, το Σημείωμα του μεταφραστή, τον Πρόλογο του βιβλίου, τις Ευχαριστίες, τα τρία κύρια μέρη και τον Επίλογο. Το πρώτο μέρος εστιάζει στις θεωρίες της νεότητας Χομπσμπάουμ που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του και στα χρόνια της ωριμότητάς του που την επαναπροσδιόρισαν. Το πρώτο μέρος, λοιπόν, είναι βιογραφικό. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1917, από Εβραίους γονείς. Ο πατέρας ήταν Άγγλος και η μητέρα Αυστριακή. Η απώλεια των γονιών και οι οικονομικές δυσκολίες τον έφεραν στη Γερμανία κοντά στους θείους που τον ανέλαβαν. Η διεθνής οικονομική κρίση και ο αναπτυσσόμενος ρεβανσισμός κατά των Ευρωπαίων που είχαν επιβάλει τη θέλησή τους στους Γερμανούς είναι ένας πρώτος παράγων διαμόρφωσης του χαρακτήρα του μικρού Έρικ.Σε μια ομιλία του στη Βρετανική Ακαδημία το 2004, κάλεσε σε μια ανασυγκρότηση του «μετώπου του ορθού λόγου», του «μετώπου της προόδου», κάτι που είχε κάνει την εμφάνισή του στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Όπως και στο παρελθόν, ο ιστορικός υλισμός θα ήταν και πάλι μια βασική συνιστώσα αυτής της συμμαχίας που θα έπρεπε να ασχοληθεί με την «εξελικτική ιστορία της ανθρωπότητας».Κατ’ αρχάς, ο Χομπσμπάουμ έζησε στη Γερμανία της ανόδου του Χίτλερ. Η κατάσταση στη Γερμανία έδειχνε πως μετά τον Χίτλερ θα επικρατούσαν οι προλετάριοι, πράγμα που διαψεύστηκε οικτρά και οι φόβοι του για την επιβολή του καπιταλισμού στην ελεύθερη αγορά επαληθεύτηκαν. Η ανάπτυξη του ρεβανσιστικού εθνικισμού που έθετε στο στόχαστρο Εβραίους και Μπολσεβίκους, η κομμουνιστική μαθητική οργάνωση στην οποία προσχώρησε και το κομμουνιστικό μανιφέστο στη βιβλιοθήκη τού άνοιξαν τον δρόμο και τον έστρεψαν προς τα αριστερά, ελπίζοντας πάντα πως ό,τι κι αν πετύχαινε ο σοσιαλφασισμός θα ανατρεπόταν. Η αλήθεια είναι πως ξεγελάστηκε.Τρεις είναι οι αναμνήσεις που τον σημάδεψαν. Η πρώτη ήταν η τελευταία νόμιμη διαδήλωση του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1933, η δεύτερη όταν ο Χίντεμπουργκ ανακοίνωνε πως διόριζε καγκελάριο τον Χίτλερ και η τρίτη η συμμετοχή του στην προεκλογική εκστρατεία του Κόμματος, όπου αισθάνθηκε ότι έκανε κάτι μάταιο μόνο και μόνο επειδή το είπε το Κόμμα. Μετά την πυρπόληση του Ράιχσταγκ, εγκαταλείπει τη Γερμανία για το Λονδίνο. Εκεί ένιωσε σαν να ήταν στην πατρίδα του. Μετά τη Γερμανία και το εκεί εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το Κέμπριτζ και οι εξετάσεις εκεί του φάνηκαν εύκολες. Οι ευκαιρίες που του δόθηκαν για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του τον έστρεψαν στη λογοτεχνία, στην τζαζ, στον Λένιν και τον Στάλιν. Ιδίως το πάθος του για τη λογοτεχνία τον οδήγησε στην Ιστορία και ο μαρξισμός του αναπτύχθηκε από την προσπάθειά του να κατανοήσει τις σχέσεις κοινωνίας και τέχνης. Χαρακτήρισε μάλιστα τη γενιά του μπρεχτική.Στο δεύτερο μέρος, ο Χομπσμπάουμ παρακολουθεί την εσωτερική βρετανική πολιτική, με επικέντρωση στην εργατική τάξη. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζει τον τύπο της μαρξιστικής ανάλυσης, τη γνωστή τριλογία Η εποχή των επαναστάσεων, Η εποχή του κεφαλαίου, Η εποχή της αυτοκρατορίας, βιβλίο με το οποίο παγίωσε την προσφορά του στην Ιστορία και στην αριστερά και το οποίο πρέπει να το έχει διαβάσει κάθε μορφωμένος μαρξιστής. Παράλληλα, γράφει βιβλίο για την τζαζ, η οποία ασκούσε γοητεία ως μουσική των καταπιεσμένων μαύρων και λευκών, ενώ δεν του άρεσε η ροκ μουσική, η οποία άξιζε όλη τη «μαρξιστική περιφρόνησή» του, όπως και οι Μπιτλς, που πίστευε πως είκοσι χρόνια μετά δεν θα είχε απομείνει τίποτα από αυτούς. Κι εδώ έπεσε έξω.Στο μέρος αυτό γίνεται πλατιά αναφορά στον μαρξισμό και τις ποικίλες εκδοχές του, καθώς και σε στοχαστές που του είναι συμπαθείς και άλλους όχι. Ο Αλτουσέρ, ο Γκράμσι, ο Λούκατς είναι μερικά από τα ονόματα που επανέρχονται. Όσο για τον Ευρωκομμουνισμό, τον θεωρούσε ψευδεπίγραφο, στην περίπτωση του ΚΚ Ιαπωνίας, αλλά όχι στην περίπτωση του ΚΚ Πορτογαλίας και Ελλάδας, ενώ ήταν μια ευθυγράμμιση προς τον σοσιαλισμό των ΚΚ Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας. Παρά τις όποιες εξελίξεις, προς το τέλος του αιώνα δήλωνε βέβαιος πως «ο Μαρξ θα θεωρούσε τις εξελίξεις ενισχυτικές της θέσης ότι ήταν αναγκαίο το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού συστήματος». Εξακολουθούσε να πιστεύει πως ο καπιταλισμός είναι «μια παροδική φάση στη μακραίωνη ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας». Βέβαια, πρόλαβε να δει τη διάψευσή του.Στο τρίτο μέρος πιάνει το νήμα από την εποχή των επαναστάσεων στην Ευρώπη, φτάνει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια «άμεση και διπλή καταστροφή» για τη σοσιαλιστική αριστερά. Και ενώ γύρω στα 1985 ήταν συγκρατημένα αισιόδοξος για τις προοπτικές του 20ού αιώνα, αυτός ο αιώνας στο τέλος του είχε φέρει την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, μια κατάρρευση που εκείνος αρνιόταν να παραδεχτεί, καθώς επίσης αρνιόταν τον οριστικό θρίαμβο του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Το θέμα όμως είναι ότι ο Χομπσμπάουμ με την επιλογή του επέλεγε ένα μέλλον αντί για κανένα μέλλον. Σε μια ομιλία του στη Βρετανική Ακαδημία το 2004, κάλεσε σε μια ανασυγκρότηση του «μετώπου του ορθού λόγου», του «μετώπου της προόδου», κάτι που είχε κάνει την εμφάνισή του στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Όπως και στο παρελθόν, ο ιστορικός υλισμός θα ήταν και πάλι μια βασική συνιστώσα αυτής της συμμαχίας που θα έπρεπε να ασχοληθεί με την «εξελικτική ιστορία της ανθρωπότητας». Με τους όρους ζντανοφισμός, λυσενκισμός, σεχταρισμός, ρεφορμισμός, γκραντουαλισμός, φαβιανισμός, διάσπαρτους στο κείμενο, με αποσπάσματα από τα βιβλία του Χομπσμπάουμ και με μια πλούσια βιβλιογραφική αναφορά, ο Γκρέγκορυ Έλλιοττ ολοκληρώνει την ενθουσιαστική μελέτη του βιβλίου του μεγάλου κομμουνιστή ιστορικού. Χομπσμπάουμ – Ιστορία και πολιτική Γκρέγκορυ Έλλιοττ μετάφραση: Παρασκευάς Ματάλας Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 272 σελ. Τιμή € 16,00