ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.2 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 19
- Allegro con brio
- Adagio
- Rondo: Molto allegro
Όπως συμβαίνει και με τα δύο κοντσέρτα για πιάνο του Σοπέν, έτσι και τα δύο πρώτα κοντσέρτα του Μπετόβεν γράφτηκαν αντίστροφα από την σειρά που παρουσιάζονται στον κατάλογο των έργων του. Το Δεύτερο Κοντσέρτο είναι προγενέστερο, αφού γράφτηκεn ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 1790 (ως το 1795), ενώ το Πρώτο γράφτηκε λίγο μετά. Ωστόσο, η σειρά με την οποία είναι γνωστά μέχρι σήμερα οφείλεται στη σειρά έκδοσής τους: το Κοντσέρτο σε ντο μείζονα εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1801, ενώ αυτό σε σι ύφεση τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς. Εικάζεται ότι η πρώτη εκτέλεση του Κοντσέρτου σε σι ύφεση έγινε στις 29 Μαρτίου 1795 με τον συνθέτη στον ρόλο του σολίστα στο πλαίσιο μίας φιλανθρωπικής συναυλίας στο Burgtheater της Βιέννης. Ωστόσο, το 1798, ο συνθέτης αντικατέστησε το αρχικό φινάλε του έργου με ένα νέο. (Πιθανότατα, το αρχικό φινάλε του Κοντσέρτου να ήταν το Ροντό σε σι ύφεση μείζονα, WoO 6.) Ακολούθησαν πάντως και περαιτέρω, αν και μικρότερης έκτασης, βελτιώσεις του έργου μέχρι και την έκδοσή του, το 1801.
Η ενορχήστρωση του Κοντσέρτου είναι αρκετά συντηρητική, κοντά στα πρότυπα του Χάυντν, αφού ο συνθέτης απέφυγε τη χρήση κλαρινέτων, τρομπετών ή τυμπάνων, που είχαν ήδη εμφανιστεί στα ώριμα κοντσέρτα του Μότσαρτ. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, το μέρος του πιάνου έχει την αδιαμφισβήτητη μουσική πρωτοκαθεδρία, αφού το Κοντσέρτο προοριζόταν σαφώς ως όχημα εδραίωσης της φήμης του δημιουργού του ως δεινού βιρτουόζου πιανίστα – μάλιστα με αυτή του την ιδιότητα κατά κύριο λόγο, ο νεαρός Μπετόβεν εξασφάλιζε τα προς το ζην. Μορφολογικά και υφολογικά, το Κοντσέρτο ακολουθεί το πρότυπο των ώριμων μοτσάρτειων κοντσέρτων, αν και δεν λείπουν (όπως δεν λείπουν σχεδόν ποτέ στα νεανικά έργα του Μπετόβεν) στοιχεία της προσωπικής του αισθητικής και μία διάθεση διακριτικών πειραματισμών και υπόγειων «ανατροπών».
Το πρώτο μέρος ανοίγει με ένα σύντομο, εξαγγελτικό μοτίβο με παρεστιγμένα, το οποίο ακολουθείται άμεσα από μία λυρική φράση· ως παράγωγο και εξέλιξη της φράσης αυτής ακολουθεί το αισθαντικό δεύτερο θέμα. Το υλικό αυτό παρουσιάζεται μία δεύτερη φορά και αναπτύσσεται με κυρίαρχο πρωταγωνιστή το πιάνο. Ο σολίστ, λίγο πριν το τέλος του πρώτου μέρους ξετυλίγει μία εντυπωσιακή καντέντσα (γραμμένη από τον ίδιο τον Μπετόβεν το 1809), που ξεκινά με ένα αριστοτεχνικό fugato για να εξελιχθεί δυναμικά και έντονα δεξιοτεχνικά. Στο Adagio η εισαγωγή της ορχήστρας δίνει έναν στοχαστικό τόνο. Ωστόσο, από την είσοδο του πιάνου και μετά, η ορχήστρα περιορίζεται στο να συνοδεύει διακριτικά ή να «σχολιάζει» τη λιτή μελωδική γραμμή του πιάνου, που είναι συγχρόνως εντυπωσιακά μεστή (νοηματικά και συναισθηματικά). Το φινάλε, ένα χαριτωμένο και ζωηρό ροντό, προσφέρει ένα ανάλαφρο τέλος με έντονο χορευτικό χαρακτήρα. Ανάμεσα στις επανεμφανίσεις του κυρίως θέματος (με απρόσμενους, παιγνιώδεις τονισμούς) παρεμβάλλονται επεισόδια, τα οποία ωστόσο δεν απομακρύνονται από την κυρίαρχη εύθυμη και εξωστρεφή ατμόσφαιρα.