ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ (1904 – 1949)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα
- Molto appassionato
- Andante con spirito
- Allegro vivo vivacissimo
Το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Νίκου Σκαλκώτα από την πλευρά ενός Έλληνα βιολιστή
Το 1921 ο δεκαεπταετής απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών Νίκος Σκαλκώτας πηγαίνει στο Βερολίνο για να τελειοποιηθεί στο βιολί και γυρίζει (οριστικά το 1933) συνθέτης. Το βιολί θα παραμείνει το όργανό του και το κυριότερο εργαλείο για την επιβίωσή του. Αν το 1925 γράφει για την φίλη του, βιολονίστα Νέλλη Ασκητοπούλου την Σονάτα για σόλο βιολί, το 1937 γράφει κατά πάσα πιθανότητα για τον εαυτό του, το κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα. Είναι η εποχή κατά την οποία ο γεννημένος στη Χαλκίδα συνθέτης έχει παγιδευτεί στην χώρα του, έχει αφήσει γυναίκα και παιδί μακριά του, καριέρα, προοπτική για αναγνώριση, ελπίδα, τα πάντα. Μόνον η αβάστακτη ανάγκη να γράψει μουσική τον επαναφέρει στη δημιουργία. Αποδέκτες έργων, όπως τα αριστουργηματικά κουαρτέτα με αριθμό 3 και 4 και το κοντσέρτο για βιολί, είναι ιδανικοί εκτελεστές, οραματικές ορχήστρες, όπως ίσως η Φιλαρμονική του Βερολίνου που ήξερε καλά, μαέστροι όπως ο Φουρτβένγκλερ ή ο Μητρόπουλος. Στην πράξη δεν περιμένει τίποτα από κανένα. Σκιώδης σολίστ του κοντσέρτου του, ο ίδιος. Έτοιμος να απαντήσει με το βιολί του σε κάθε έναν που θα του έλεγε πως αυτά που γράφει δεν παίζονται. Ο βιολιστής – συνθέτης θα αντιδράσει στην γνωριμία με τα κοντσέρτα του Μπετόβεν και του Μπραμς γράφοντας το δικό του, όπως ακριβώς έκανε όταν έγραφε τη σονάτα του μετά την μελέτη του έργου για σόλο βιολί του Μπαχ. Γράφει χωρίς καμία διάθεση συμβιβασμού ως προς τις τεχνικές δυσκολίες. Ο βιολιστής καλείται, ή μάλλον προκαλείται να εκτελέσει ακροβατικούς ελιγμούς πάνω στο όργανο, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα της βιολιστικής γαστρονομίας. Το ίδιο το κοντσέρτο αποτελεί μία επική περιπλάνηση, στο πλαίσιο της γενικότερα ατονικής προσωπικής μουσικής γλώσσας που διαμορφώνει ο συνθέτης, κάνοντας χρήση πλουσιότατου υλικού από μοτίβα και θεματικές ιδέες. Υλικό και τεχνική, καταστάλαγμα σοβαρότατων σπουδών, ικανότητα αφομοίωσης του διεθνούς μουσικού προβληματισμού, βαθιά γνώση της εθνικής μουσικής κληρονομιάς, ευαισθησία και διορατικότητα σε «αιρετικά» ερεθίσματα, όπως το ρεμπέτικο, πολύ πριν επισημοποιηθεί και γίνει το αντικείμενο της μουσικής εικονομαχίας μετά τον πόλεμο. Με την προσωπική του σφραγίδα, η οποία κάνει τα έργα του άμεσα αναγνωρίσιμα.
Οι φετιχιστές της βιολιστικής τέχνης, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία εκατό χρόνια, πιθανώς να συγκινηθούν από την εξέλιξη του κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα από τον Μπετόβεν ως τον Σκαλκώτα. Ο Μπετόβεν γράφει το κοντσέρτο του για τον Κλέμεντ που το κακοποιεί στην πρεμιέρα. Το έργο ξεχνιέται για σαράντα χρόνια μέχρι να το παρουσιάσει ο Μέντελσον με τον νεαρό Γιόαχιμ στο βιολί, δάσκαλο του Βίλυ Χες, δασκάλου του Σκαλκώτα. Ο Σκαλκώτας συνδέεται στενά με το κοντσέρτο αυτό, το οποίο έχει ήδη παίξει στις διπλωματικές του εξετάσεις. Ο Γιόαχιμ θα συνεργαστεί με τον Μπραμς στη σύνθεση του δικού του κοντσέρτου, ενός κοντσέρτου που εμφανώς ακολουθεί τα χνάρια του Μπετόβεν, βάζοντας την ερμηνευτική του πίστη και σφραγίδα απέναντι στους συνήθως διστακτικούς κριτικούς αλλά και τους αρνητικότατους βιρτουόζους βιολιστές οι οποίοι, σε κοινή γραμμή ως προς τα συγκεκριμένα έργα, παρατηρούσαν πως είναι πιο πολύ συμφωνικά παρά βιολιστικά. Από τον Γιόαχιμ στον Σκαλκώτα, γενεές δύο… μόνο!
Η ομοιότητα της γενικής δομής του κοντσέρτου του Σκαλκώτα ως προς το αντίστοιχο του Μπραμς, στο οποίο προφανώς απαντά ο βιολιστής-συνθέτης, δεν φαίνεται τυχαία. Η εκτενής εισαγωγή της ορχήστρας στο πρώτο μέρος με την κλασική έκθεση των θεματικών ιδεών, η δραματική ανάπτυξη, η ήρεμη κατάληξη πριν το τελικό ξέσπασμα, ο φθόγγος ρε να κυριαρχεί στην καταληκτική συγχορδία, την κοινή τονικότητα των κοντσέρτων του Μπετόβεν και του Μπραμς… Η έκθεση του ελεγειακού θέματος στο δεύτερο μέρος ακούγεται από το όμποε, και το φινάλε, σε φόρμα λαϊκότροπου χορευτικού ροντό οδηγείται με φρενήρη ρυθμό σε ένα οργιαστικό τέλος… Σίγουρα ένας Πάμπλο ντε Σαραζάτε θα αρνιόταν να το παίξει –όπως και του Μπραμς- λέγοντάς του πως «…εγώ δεν θα κάθομαι με το βιολί στο χέρι να ακούω το όμποε να παίζει τη μόνη μελωδία στο μέρος».
Είναι περίεργο πως ένα τέτοιο έργο δεν έχει κατακτήσει την εγχώρια παραγωγή ικανότατων βιρτουόζων, οι οποίοι προτιμούν πολλές φορές απλώς άλλες ιδέες -έργα για το ρεπερτόριό τους, όχι κατ’ ανάγκην «προσιτότερα» στο ευρύ κοινό. Κοινός παρονομαστής, η «παράδοση της ερμηνείας», παράδοση που συνήθως ξεκινά από κάποιους ερμηνευτές με ένστικτο, διορατικότητα, πατριωτισμό και ακλόνητη πίστη, εκεί όπου η πολιτεία ασκεί το αυτονόητο καθήκον της απέναντι στην ντόπια σημαντική παραγωγή, δημιουργώντας τις απαραίτητες συνθήκες για την διάδοση ενός έργου. Όπως, ας πούμε, την έκδοσή του. Όσο αδιανόητο και αν ακούγεται, το έργο του Σκαλκώτα παραμένει για τον Έλληνα και ξένο βιολιστή ανέκδοτο! Το υλικό που θα μπορούσε να αγοράσει κανείς για ένα κοντσέρτο, όπως του Μπετόβεν ή του Μπεργκ και του Σαίνμπεργκ, μία μεταγραφή για βιολί και πιάνο, έτσι ώστε ο βιολιστής να μπορέσει να το μελετήσει και ενδεχομένως να το ερμηνεύσει, στην περίπτωση του κοντσέρτου του Σκαλκώτα, όπως και του μεγαλύτερου μέρους του έργου του, δεν υπάρχει. Παρά την έξωθεν καλή μαρτυρία, τους διθυράμβους των ξένων κριτικών, τις απίστευτες για ελληνικό έργο διακρίσεις, την καταχώρηση του συνθέτη και του έργου του στη βασική δισκοθήκη του κάθε φιλόμουσου. Παρά την αγάπη και το ενδιαφέρον που έδειξαν ξένοι βιολιστές, ηχηρά ονόματα, που ανταποκρίθηκαν στις προκλήσεις του έργου, το έπαιξαν και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε αυτή του Λοράν Φένιβες, το ύμνησαν ως ένα από τα καλύτερα κοντσέρτα του 20ου αιώνα.
Το αυτονόητο καθήκον στην ελληνική μουσική δημιουργία και όσα αυτό πρακτικά σημαίνει, όπως αναφέρει ο Γιώργος Σισιλιάνος στα πολύτιμα «κείμενα για τη Μουσική», δεν μοιάζει καθόλου αυτονόητο.
Γιώργος Δεμερτζής
Ανατύπωση από το πρόγραμμα συναυλίας της Κ.Ο.Α. στις 5 Οκτωβρίου 2012